Further tags

Ο μικρός γερανός στην πλάτη της καμπίνας του οδηγού σε φορτηγά, που χρησιμοποιείται για να ανεβάζει και να κατεβάζει αντικείμενα από την καρότσα του.

Το φορτηγό είναι εφοδιασμένο με αναδιπλούμενα ποδαρικά για αυξημένη ευστάθεια κατά τη διαδικασία φόρτωσης/εκφόρτωσης.

- Ρε μάστορα, με τι έφερες την παλέτα με το λίπασμα; Πώς θα την κατεβάσουμε από το φορτηγό; Χάθηκε να τη φέρεις με το φορτηγό με το παπαγαλάκι να τελειώνουμε; Τώρα πρέπει να την σπάσουμε και την κατεβάσουμε σακί σακί.

(από vzoom, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρβουνιάρη αποκαλούσαν τις ατμήλατες μηχανές των τραίνων επειδή χρησιμοποιούσαν ως καύσιμο το κάρβουνο.

Παλιά με τον καρβουνιάρη κάναμε το ταξίδι σε 12 ώρες.

(από Khan, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως Γαλλίδα χαρακτηρίζεται η μηχανή έλξης Alsthom από το προσωπικό του ΟΣΕ και από τους φίλους του σιδηροδρόμου. Λέγεται έτσι διότι είναι Γαλλικής κατασκευής!

Προχθές περάσαμε τέλεια στην εκδρομή με τη Γαλλίδα. Έχασες που δεν ήρθες.

(από imaginas, 09/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος χειρουργικής λαβίδας με μακριά σκέλη, μεγάλο άνοιγμα και μακριά σειρά μεγάλων δοντιών σε κάθε ένα από τα σκέλη του.

(κατά τη διάρκεια χειρουργείου):

- Μόλις κόψω την περιτονία, συγκράτησε την ωοθήκη με το κροκοδειλάκι, αλλά μη τη ζουλάς πάρα πολύ, μη μας πάρουνε τίπτις ζουμιά. γκε-γκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο μεταλλικός αγκτήρας, ένα χειρουργικό εργαλείο περίπου όμοιο με το τσιμπιδάκι με το οποίο ξεσυρράπτουμε φύλλα χαρτιού, και το χρησιμοποιούμε για την αφαίρεση μεταλλικών ραμμάτων μετά την επούλωση του τραύματος.

- Πάλι με συρρραπτικό έραψε ο τρόμπας ο εφημερεύων, θα είχε φαίνεται ένα αγριογούρουνο στη φωτιά να προλάβει. Φέρε το παπαγαλάκι προϊσταμένη, έχει γίνει εδώ ένα χηλοειδές, να!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύστημα που έχουν οι μηχανές έλξης των τραίνων, με τις οποίες ρίχνουν άμμο μπροστά από τους τροχούς, ώστε κατά την εκκίνηση να μην σπινάρουν.

Γέμισα με άμμο την αμμουδιέρα πριν το ταξίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταμπονιέρα είναι ένα σύστημα που θυμίζει έντονα καβαλέτο, έχει 2 ταμπόνια και τοποθετείται στο τέλος μιας γραμμής ώστε να σταματήσει το τραίνο αν λυθούν τα φρένα, ώστε να μην εκτροχιαστεί ή προσκρούσει σε τοίχο.

Στον Πειραιά είναι ο τελικός σταθμός του ΗΣΑΠ, γι'αυτό κι έχει και ταμπονιέρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατενέρ είναι οι μεγάλες μεταλλικές γέφυρες που χρησιμοποιούνται στον σιδηρόδρομο για να περαστούν καλώδια, συστήματα σήμανσης κλπ.

Στο ΣΚΑ έχει πολλά κατενέρ.

Κατενέρ στο σταθμό Ασπροπύργου (από imaginas, 09/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταμπόνι είναι το στρογγυλό μεταλλικό «βαρελάκι» στο τέλος του βαγονιού, στο οποίο ακουμπάει το αντίστοιχο ενός άλλου προκειμένου να δεθούν μεταξύ τους.

- Πού είναι το σφυρί ρε Κώστα;
- Το ακούμπησα στο πίσω ταμπόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρωτήρας μπορεί να είναι τσιμεντένιος ή ξύλινος και χρησιμοποιείται στην κατασκευή των γραμμών του σιδηροδρόμου. Πάνω σε αυτόν βιδώνονται οι ράγες.

Στον ΗΣΑΠ αλλάζουν τους ξύλινους στρωτήρες με τσιμεντένιους όπως του μετρό για μεγαλύτερη ταχύτητα των συρμών.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified