Ο "βομβητής όπισθεν", ο μηχανισμός των οχημάτων ο οποίος παράγει δυνατούς και υψίσυχνους διακοπτόμενους ήχους όταν το όχημα κινείται με την όπισθεν, ήχους που θυμίζουν τα τζιτζίκια της φύσης. Τα ηλεκτρικά αυτά "τζιτζίκια" (ο πληθυντικός νομίζω είναι συχνότερος), τοποθετούνται σε οχήματα δύσκολου χειρισμού, όπως τα φορτηγά, ή και σε μικρότερα οχήματα, όπως τα κλαρκ, τα οποία πάντως κινούνται σε χώρους με πεζούς εργαζομένους (βιομηχανίες κλπ) προς αποφυγή ατυχημάτων.

Η συγκεκριμένη σημασία του λήμματος είναι αρκετά συναφής με αυτήν του ορισμού του PUNKELISD.

  1. - Εντάξει, πες ο οδηγός δεν τον είδε, αυτός πώς και δεν το πήρε χαμπάρι, ολόκληρο φορτηγό; Με πέντε πήγαινε, δεν έτρεχε.
    - Ξέρω κι εγώ; Πάντως η νταλίκα τζιτζίκια δεν είχε. Τώρα αν είχε φασαρία στο εργοτάξιο, αν κουβαλούσε κι αυτός κανένα μαδέρι και δεν έβλεπε, δεν ξέρω.
    - Προφ δεν του έκανε κανείς κουμάντο;
    - Όχι. Ρε σου λέω, άγιο είχε ο θείος, το φορτηγό το σταμάτησε ένας άλλος που έτυχε να κοιτάει και έκανε σινιάλο στον φορτηγατζή. Εντωμεταξύ τον είχε ρίξει κάτω, τον είχε περάσει με το λασπωτήρα και οι ρόδες τον φτάσανε στους δέκα πόντους.
  2. Από εδώ: GRADE A": MADE IN AUSTRIA. ΒΟΜΒΗΤΗΣ - ΤΖΙΤΖΙΚΙ 12V - 24V.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Ανορθόγραφο υποκοριστικό του γνωστού «κρόσσι»: νηματοειδής απόληξη του στημονιού της ύφανσης, ως διακοσμητικό τελείωμα χαλιών, υφασμάτων κτλ. όπως διαβεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος εδώ.

B) Στα σινάφια των μηχανόβιων, χαϊδευτικό – υποκοριστικό για μηχανάκι για διαδρομές εκτός ασφάλτου (χώμα, λάσπη, ανώμαλος δρόμος, φευ! επαρχιακές οδοί).

Δεν υπάρχει έφηβος, κι όχι μόνο, με το πειραγμένο γονίδιο που να μην το πόθησε κολασμένα, συχνά περισσότερο κι από τη γκόμενα που έβαζε να καθίσει στο παπί του. Κάτι η εκτοξευμένη σε άλλη πίστα εκτίμηση των γύρω με τα ίδια μυαλά, κάτι η εντύπωση μιας επικίνδυνης αλητείας που σε πάει παντού και κυρίως, η σιγουριά που δίνει το μουγκρητό ανάμεσα στα σκέλια, πως το αντριλίκι αυξάνει με τα σκονισμένα χιλιόμετρα, δεν είναι και λίγα σαν ανταπόδοση μιας επένδυσης που κόστισε κάμποσες λιγότερο ή περισσότερο μίζερες εργατοώρες εδώ κι εκεί.

Προφανώς, από το αγγλικό «motocross»: αγώνες ανώμαλου εδάφους.
Συμπληρωματικό / εναντιωματικό: «στριτάκι».

Γ) Στα σινάφια μπουρδελιάρηδων και δη, όσων τους αρέσουν τα ξινά, νεαρός (συνήθως)… αρτιμελής έως αρτιμελέστατος, που τη βρίσκει με το να δίνει κώλο (αλλά και για το γάμιστρο) ντυμένος από ξέκωλο έως θεόμουνο, αντίστοιχο στοκάρισμα, περούκα και ανάλογα κοσμήματα, φρου φρου κι αρώματα.
Ασφαλώς, οι θηλυπρεπείς με τον αντίστοιχο… αέρα πείθουν περισσότερο ανεβάζοντας (μάλλον) τη… διάθεση.

Προφανώς από το αγγλικό «crossdresser»: παρενδυτικός.
Συνώνυμα: «τραβεστί» (συγκριτικά, σχεδόν κυριλέ), τραβέλι (συγκριτικά, κάπως πιο μπρουτάλ - υποτιμητικό).
Να μην συγχέεται με το τρανς.
Συντομογραφία: «cd».

  1. Επιεικώς γελοίο το βίντεο όμως.
    Έστω και διαφημιστικό που ήταν θα μπορούσαν να ετοιμάσουν το μηχανάκι (τακούνια καμιά ανάρτηση) να γυρίσουν κάνα πλάνο της προκοπής. Όχι να βάλουν τα SS και τα κροσάκια να σέρνονται για να φανεί ότι το στρώμα πάει. Και να πηδάει και 20 πόντους lol

(Η κριτική για το εδώ βίδεο).

  1. Είμαι 41 χρονών 1.85 υψος,110 κιλά, γυμνασμένος καθαρός και θα ήθελα να γνωρίσω ένα κροσάκι πολύ θηλυπρεπή (…sic) να ντύνεται με ρούχα γυναικεία, να έχει ωραίο σώμα, και να με βγάλει ωραία γούστα στο κρεβάτι. Είναι πρώτη φορά που βάζω αγγελία δεν έχω ξαναβάλει πότε. Και τέλος θα ήθελα να είναι μικρής ηλικίας.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Κατόπιν προτροπής του Μεγάλου Χάνου. Έκδοση βελτιωμένη και επηυξημένη).

Έτσι αποκαλούσαν το τεπόζιτο των παλιών μηχανακιών (πριν τα παπάκια κλπ) και (ιδιαίτερα) των μοντέλων ΜΖ δεκαετίας '60 - '70 που τελείωνε κάθετα στην σέλα, επειδή όταν φρέναρες γλιστρούσες μπροστά στο λείο πλαστικό κάλυμμα της σέλας και σταματούσες με τ΄ αρχίδια στο τεπόζιτο.

Αργότερα οι γιαπωνέζοι (πρώτοι) έβαλαν τεπόζιτα με μια ανηφορική καμπυλότητα και μετά με μια επικάλυψη - συνέχεια της σέλας για να το γλυκάνουν το πράμα.

Μιλάμε πάντα για μότο του εμπορίου. Οι racing της εποχής είχαν κάθετα τεπόζιτα αλλά σ' αυτές καθόσουν τέρμα πίσω για να σκύβεις και πάνω από το τεπόζιτο, οπότε στο φρενάρισμα δεν πήγαινες μπροστά λόγω της γωνίας των μηρών με το σώμα που κρατούσε κόντρα.

Οι εικόνες μιλάνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεταχειρισμένο· ως ιδιότητα κάποιου αντικειμένου, ιδίως σε συμφραζόμενα συναλλαγής (αγοραπωλησίας αυτού).

Κάπως δύσχρηστο στις λοιπές κλίσεις πλην ονομαστικής ενικού.

  1. Από εδώ:

Στον αγώνα έβαλα Michelin Pilot exalto 2 V δείκτη ταχύητας επίσης μεταχείρα αλλά άστριφτα τα οποία όσο απίστευτο και αν ακούγεται,δε σαπούνιασαν και στον αγώνα δεν τα ακουσα να σκούζουν.

  1. Από εδώ:

Το δεύτερο ειναι quartz. Τιμή καινουριου γυρω στα 2.400 και το βρίσκω μεταχείρα με εγγύηση απο κατάστημα, κοντά στα 1.800

  1. Από εδώ:

και μεις έχουμε μια αντίστοιχη λογική πάντως μεταχείρας-χιλιομέτρων και μην λεπτομεριάσω κιάλλο...

Δες και .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποιείται στη Λακωνία και δη στη Σπάρτη. Ταυτίζεται με την λέξη νερόλακκος.

Αρχικά, λούμπα ονομάζονταν ένας τύπου «λάκκος» που είχαν τα συνεργεία αυτοκινήτων, πριν της διάδοσης των υδραυλικών ανυψωτήρων, ώστε να μπαίνει μέσα ο μάστορας και να αλλάζει τα λάδια του αυτοκινήτου. Με αυτή της τη μορφή, η λούμπα ήταν δάνειο από το αγγλικό lube bay. Στη περιοχή της Λακωνίας όμως η λέξη διευρύνθηκε και έφτασε να σημαίνει τον λάκκο με νερά, και δη το κοίλωμα στο έδαφος που σωρεύει μέσα του το νερό της βροχής.

Σπαρτιάτης: Ο αναδεξιμιός δεν με πήρε σήμερα να μου ευχηθεί για τη γιορτή μου, η μπουζοπούλα που είχαμε πάρει χθες στο πανηγύρι με πείραξε στο στομάχι και καθώς γυρνούσα, σκόνταψα και έπεσα με τα μούτρα σε μια λούμπα.
Μη Σπαρτιάτης: Σοβαρά, πες μου τι πίνεις, θέλω και γω λίγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ...ελληνιστί ο «μετατροπέας ροπής», παρηχώντας το ξενικό «torque converter» από το torque = ροπή και converter = μετατροπέας.

Πρόκειται για εξελιγμένη μορφή του υδραυλικού συμπλέκτη. Είναι ένας μηχανισμός με εξαρτήματα από χάλυβα που αποτελείται από το κέλυφος, τον στάτη, τον στρόβιλο και την αντλία. Σκοπός του η ομαλή, προοδευτική, αθόρυβη και χωρίς κραδασμούς, τριβές ή φθορές, υδραυλική με λάδι μετάδοση της περιστροφικής κίνησης από τον κινητήρα στο φορτίο του.

Κατά κανόνα υπάρχει σε όλα τα αυτοκίνητα με αυτόματο κιβώτιο ταχυτήτων.

Το συναντάμε και ως τρικουβέρτο (και όχι τρικούβερτο που είναι άλλο πράγμα και χαρακτηρίζει, αρχικά, πλοίο με τρεις κουβέρτες).

Το τροκουβέρτο χάνει λάδια, θέλει αλλαγή τσιμούχας.

(από iwn, 24/04/13)(από iwn, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φώκια ή υγρή φώκια: ειδικό στεγανοποιητικό υγρό, κυρίως για ψυγεία αυτοκινήτων τα οποία έχουν τρυπήσει ή έχουν υποστεί ρωγμή.

To υγρό στη σύστασή του περιέχει ρινίσματα χαλκού και αλουμινίου, τα οποία στην προσπάθειά τους να διαφύγουν από το ελαττωματικό σημείο, το φράζουν και σταματάνε έτσι τη διαρροή.

Μια κλασική μέθοδος αντιμετώπισης αυτού του προβλήματος στα παλιότερα χρόνια (αλλά και στις μέρες μας ως λύση ανάγκης), ήταν η χρήση ελληνικού καφέ, όπου οι κόκκοι του παίζανε το ρόλο των σημερινών ρινισμάτων, ενώ κάποιες φορές γινόταν χρήση ακόμα και λουκουμιού.

Ενδιαφέρον ωστόσο έχει η ετυμολογία του λήμματος, καθώς η ονομασία του υγρού προέρχεται από την χειρότερη μετάφραση που μπορεί να επιλέξει κανείς, ανάμεσα στις δύο βασικές σημασίες της αγγλικής λέξης «seal», από το πλήρες «liquid seal», που αναγράφεται πάνω στη συσκευασία του στεγανοποιητικού υγρού και που εκτός των άλλων σημαίνει και «επισφράγιση - στεγανοποίηση».

Τέλος να σημειωθεί πως, αν και πειραματικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλου είδους διαρροές, όπως σε λέβητες, σε καλοριφέρ, σε ηλιακούς κ.λπ.

- Το λοιπόν, έχε μου εμπιστοσύνη. Η διαρροή μόνο με έναν τρόπο σταματάει πλέον.
- Δηλαδή.
- Απλά θα βάλουμε φώκια στο ψυγείο.
- Ααα! Άλλο τρόπο να βρεις. Εγώ είμαι μέλος της MOm.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ... χαϊδευτικά το ηλικιωμένο και ταλαιπωρημένο, επαγγελματικό συνήθως, αλλά και Ι.Χ. αυτοκίνητο που όμως, παρά τα χρονάκια του, τις βλάβες του και τις ελλείψεις του, λειτουργεί κανονικά, αρνούμενο να αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία. Συχνά λειτουργεί και πιο αξιόπιστα από καινούργια μοντέλα τελευταίας τεχνολογίας.

Ο μάστορας στον βοηθό.
- Άντε ρε Γιώργο πάρε τη «Μαρμάρω» και τράβα να πετάξεις εκείνα τα παλιοκιβώτια.

Μαρμαρω (από iwn, 18/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα τουτούνι βγάζει μούτρα σε περίπτωση υποστροφής: οι μπροστινοί τροχοί γλιστρούν και το όχημα θα κινηθεί με την μούρη προς το εξωτερικό μέρος της στροφής. Ο σωστός οδηγός θα τραβήξει το πόδι από το γκάζι ή, στα δύσκολα, θα τραβήξει χειρόφρενο. Συνήθως προκαλείται λόγω κακού στησίματος του εφτακινήτου, φθαρμένων ελαστικών, υπερβολικής φόρτωσης, ασχετοσύνης, ή απλά φορ τεχ λουλζ.

Σ.ς.: στην αντίθετη περίπτωση υπερστροφής το αμάξι θα πετάξει κώλο πράγμα που αντιμετωπίζεται με ανάποδο τιμόνι και κατάλληλα γκαζώματα.

- Τα πισωκίνητα τα προτιμούν καλοί οδηγοί (οι περισσότεροι παλιάς σχολής) που θέλουν να έχουν τον έλεγχο αν τυχόν μπούνε σε στροφή με περισσότερα χιλιόμετρα απ' όσο πρέπει (αν και δεν υπάρχουν πλέον πολλά αμάξια στημένα για λίγη υποστροφή). - Ετσι ακριβως ειναι συμπεριφορα του si μου. Βγαζει λιιιιγα μουτρα στην εισοδο αλλα με το που δωσεις γκαζι διορθωνει και απλα στριβει
(βρουμ)

- στο δρομο...δηλαδη πολυ κατω απο τα ορια του το αμαξι ειναι αρκετα ουδετερο-ελαφρα υποστροφικο..ακομα ομως και στο οριο του δυσκολα βγαζει μουτρα..πολυ δυσκολα..μηπως κατι παιζει με την ευθυγραμμιση σου....την εχεις τσεκαρει;;
(βρουμ βρουμ)

Υποστροφή (από Vrastaman, 18/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η απόλυτη ονείρωξη του μηχανόβιου είναι να ξύνει γόνατο σε στροφιλίκια και φουρκέτες ωσάν επαγγελματίας MotoGP.

Οι ξύστρες σκληρά προστατευτικά γονάτου είναι απαραίτητες για την διατήρηση της αρτιμέλειας του αναβάτη. Αλλά ας μην γελιόμαστε, στις περισσότερες περιπτώσεις φοριούνται ως καγκουροκρεμαντζόλια.

- ΘΑ ΧΡΕΙΑΣΤΩ ΞΥΣΤΡΕΣ; ΘΑ ΑΚΟΥΜΠΗΣΩ ΤΟ ΓΟΝΑΤΟ ΜΟΥ ΚΑΤΩ; Εάν ο στόχος σας είναι να ακουμπήσετε το γόνατό σας στην άσφαλτο, ο πιο ασφαλής τρόπος να το επιτύχετε είναι να έχετε κατανοήσει τις βασικές αρχές οδήγησης της μοτοσυκλέτας. Με άλλα λόγια, το να κατανοείτε και να εφαρμόζετε την τεχνολογία οδήγησης που μαθαίνετε στο Επίπεδο Ένα είναι ο καλύτερος τρόπος για να είστε σίγουροι ότι θα ξύσετε το γόνατό σας και όχι την μηχανή σας στην άσφαλτο. Μερικοί αναβάτες μπορούν να 'ξύσουν' και μερικοί όχι. Μερικοί το έχουν κάνει χιλιάδες φορές και μερικοί απλά δεν θέλουν! (φακ σχολής μοτοσυκλετιστώνε)

- Πριν αρχίσω τους αγώνες είχα την ίδια διαφωνία με τον αδελφό μου. Αυτός έξυνε τα πάντα εγώ καθόλου και «μου την έλεγε» ότι δεν ξέρω τί κλίση έχει η μοτο κτλ κτλ κλτ. Οταν αρχίσαμε τους αγώνες ο brother δεν έξυνε καθόλου και εγώ άλλαζα 3 σετ ξύστρες (γόνατου και μπότας, για να μη σας πώ για τα μαρσπιέ) σε κάθε ΣΚ αγώνα. Κάποια στιγμή, στις Σέρρες με έπιασε ο [...] και μου είπε: «Σου έχει πει κανείς ότι υπάρχει κανα βραβείο για αυτόν που πλαγιάζει περισσότερο; Αν δεν ριχνεις τόσο πολύ το μηχανάκι θα μπορείς να εκμεταλευτείς παραπάνω πέλμα από το ελαστικό και να είσαι με πιο πολλά χιλιόμετρα!»
(από ρουμανικό σάη)

Ξύστρες (από Vrastaman, 01/08/12)Ξύστρα in action (από Vrastaman, 01/08/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified