Λέγεται από τηλεπαρουσιαστή, ο οποίος προτρέπει τον καμεραμάν του να εστιάσει σε αυτόν η κάμερα προκειμένου να αναγγείλει κάτι εξαιρετικά σημαντικό στους τηλεθεατές. Το χρησιμοποίησε μέχρι ναυτίας και το καθιέρωσε ο Δημοσθένης Λιακόπουλος, του οποίου αποτελεί προσφιλή ατάκα, όταν πρόκειται να μας εμπιστευτεί επικές λιακούρειες θεωρίες.

Η έκφραση μεταφέρεται (αυτο)ειρωνικώς στον προφορικό ή και διαδικτυακό λόγο, προκειμένου κάποιος να ζητήσει την προσοχή των ακροατών/ αποδεκτών του, όταν πρόκειται να αναγγείλει κάτι και καλούα βαρυσήμαντο. Αυτός που λέει την έκφραση μπορεί και να κάνει τις σχετικές κινήσεις του Λιακό ή, πιο δύσκολα, και να μιμηθεί την αγριοφωνάρα του.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. - Είναι τίμιο νέτο η Δήμητρα, αλλά, η κάμερα σε μένα, όλα τα λεφτά είναι η μικρή αδερφή της η Ειρήνη, που αρχίζει σπουδές στην Πιπάντειο.

  2. Κάμερα σε μένα: Ο ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΘΑΙΝΕΙ (οικονομική) ΚΡΙΣΗ και ΔΑΓΚΩΝΕΙ
    Ακόμα και τα Νεφελίμ μελαγχολούν...
    Ο λαδέμπορας (και ενίοτε εκδότης και συγγραφέας) Λιακόπουλος βλέποντας τις πωλήσεις των βιβλίων του να πέφτουν, μπήκε γενναία και αυτός στο παιχνίδι: Απολύσεις προσωπικού. (Εδώ).

(από Khan, 07/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πακέτο - στοίβα χαρτονομισμάτων οποιασδήποτε αξίας και με οποιαδήποτε σειρά, τα οποία για να χωρέσουν στην τσέπη του παντελονιού διπλώνονται στα δύο. Και γίνεται φανερή η παρουσία τους στην τσέπη γιατί καταλαμβάνουν αρκετό χώρο.

Σίγουρα δεν χωρούν στο πορτοφόλι, το οποίο συνήθως δεν κουβαλάει μαζί του όποιος έχει παστάλι ή παστάλια. Ο τρόπος που τα βγάζει κανείς από την τσέπη είναι και ένα είδος επίδειξης. Αν τα χαρτονομίσματα είναι είναι λιγότερα σε ποσότητα και τα διπλώνει κάποιος όλα μαζί, έτσι ώστε να παίρνουν κυλινδρικό σχήμα, τότε λέμε πως τα έκανε μασούρι.

Παστάλι είναι μια στίβα από αποξηραμένα καπνόφυλλα περίπου ίδιου μεγέθους την οποία φτιάχνουν οι καπνοπαραγωγοί κατά τη διαλογή των καπνόφυλλων, ώστε όταν συγκεντρωθούν πολλά παστάλια να τοποτεθητούν όλα μαζί σε καπνοδέματα για να τα παραλάβει αργότερα ο καπνέμπορας.

Δεδομένου ότι κανένα φύλλο καπνού δεν έχει ολόιδιο σχήμα και μέγεθος με τα υπόλοιπα, ένα παστάλι καπνόφυλλων έφτασε να χαρακτηρίζει και τα χρήματα που στοιβάζονται με τον ίδιο τρόπο.

Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τούρκικη λέξη.

- Τι έγινε μεγάλε χθες το βράδυ, έβγαλες τίποτε γούστα;
- Με τι λεφτά ρε παιδιά; Τραβάω ζόρια τώρα τελευταία...
- Πλάκα μας κάνεις ρε κόπανε, αφού οι τσέπες σου είναι γεμάτες παστάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified