Further tags

Ο ταξιτζής. Από την «ταρίφα», το κόμιστρο δηλαδή της «κούρσας». Συχνά αναφέρεται και ως Κίτρινη Φυλή (από το κίτρινο χρώμα των ταξί στην Αθήνα), ταριφόπουλος και ταρίφογλου.

  1. Καθώς οδηγούσα στην Αλεξάνδρας πετάγεται ο ταρίφας από το στενό χωρίς καν να κοιτάξει. Του 'χωσα δυο φάσκελα και κάτι μπινελίκια και ηρέμησα.

  2. Αύριο έχουν απεργία οι ταρίφες, άδειοι θα είναι οι δρόμοι.

Ο Ταρίφας, με τον Σωτήρη Τζεβελέκο (από mpiftex, 05/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O οδηγός ταξί. Ακούει πάντα σκυλάδικα, επίσης ανταποκρίνεται στο savoir vivre του Έλληνα οδηγού και σε όλους τους χαρακτηρισμούς που επιβάλλει αυτό. (Λέγεται και Κίτρινη Φυλή)

- Κοίτα τι κάνει ο μαλάκας ο ταρίφας, ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κάνει/βγάζει γκάλοπς.

(p196.ezboard.com) Μεταξύ μας, με 5% που του δίνουν (λέει) οι γκαλοπατζήδες, ο μόνος που ζητάει εκλογές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο διανομέας που φέρνει την πίτσα.

Δεν ακούς το κουδούνι που χτυπά; Άνοιξε, θα είναι ο πιτσαράς.

o ντελίβεράς με την χοντρή βιλγάρικη πίτσα στο χέρι (από xalikoutis, 05/06/09)

Βλ. και ντελιβεράς, πιτσαφέρνης, πιτσαφέρτας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνθρωπος ο οποίος δουλεύει στη λαϊκή αγορά.

- Α ρε μαλάκες λαϊκατζήδες με τα Datsun σας...

Βλ. και λαχαναγορίτης, ο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρουσιάστρια πρωινής εκπομπής στην τηλεόραση.

- Α... Την ξέρω ρε συ! Αυτήν την πρωινατζού δε λες;

(από Khan, 06/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός της μαιευτικής που χαρακτηρίζει το υγιές μωρό, του οποίου το κλάμα μοιάζει με νιαούρισμα γάτας.

(Στο μαιευτήριο, χαζομπαμπάς στην μαία:)
- Ποιό είναι το δικό μου;
- Το νιαούρι με τα ροζ, στο βάθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψυχολόγος, η ψυχαναλύτρια, η ψυχίατρος, η σύμβουλος κλπ.

Τά 'μαθες; Η Αλίκη χώρισε και τρέχει τώρα σε μια ψυχού να το ξεπεράσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του βρυκόλακας + δράκουλας. Αναφέρεται σε πανάσχημο πρωταγωνιστή ταινιών τρόμου, αλλά και κατ΄επέκταση στον επαγγελματικό χώρο σε κάτι καρα-άσχετους και ψιλοάσχημους τύπους που θέλοντας να επιβληθούν έχουν δεσποτική συμπεριφορά.

Ωχ κρύψε τα ποτά από το γραφείο μην το πάρει πρέφα ο βουρβούλακας από μέσα και έχουμε τραβήγματα με τον μεγάλο.

Cunt Dracula (από Vrastaman, 04/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού manager, το οποίο σημαίνει διευθυντής. Ο μανατζαραίος είναι η ένωση δυο συνόλων: αφενός του manager με την αγγλοσαξονική έννοια του όρου, που υποδηλώνει επαγγελματική κατάρτιση, αυξημένο επίπεδο ευθύνης, διοικητικές ικανότητες και σχετικό ακαδημαϊκό background, και αφετέρου της νεοελληνικής εκδοχής της συγκεκριμένης επαγγελματικής ιδιότητας, που εκτός του ότι δεν έχει κανένα από τα προαναφερθέντα στοιχεία, θεωρεί εαυτόν γκουρού και τρεις κλάσεις πάνω από τους ξένους ομολόγους του.

Κλίνεται όπως ο νοματαίος.

  1. - Έχουμε γεμίσει μανατζαραίους και δουλειά δεν βλέπω να γίνεται.

  2. - 48ωρες κυλιόμενες απεργίες ανακοίνωσε το συντονιστικό όργανο των απανταχού της επικρατείας σωματείων της συμπαθούς τάξης των μανατζαραίων, σε μια προσπάθεια προώθησης των εργασιακών, θεσμικών και οικονομικών αιτημάτων του κλάδου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified