Ως 500άρια χαρακτηρίζονται τα δρομολόγια του ΟΣΕ 500/501/502/503 που γίνονται με καινούρια βαγόνια και ανήκουν στις «ταχείες».

- Πού πας Νίκο;
- Πάω στη Θεσσαλονίκη. Με το 500άρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταμπονιέρα είναι ένα σύστημα που θυμίζει έντονα καβαλέτο, έχει 2 ταμπόνια και τοποθετείται στο τέλος μιας γραμμής ώστε να σταματήσει το τραίνο αν λυθούν τα φρένα, ώστε να μην εκτροχιαστεί ή προσκρούσει σε τοίχο.

Στον Πειραιά είναι ο τελικός σταθμός του ΗΣΑΠ, γι'αυτό κι έχει και ταμπονιέρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως μετρική αποκαλείται η σιδηροδρομική γραμμή της Πελοποννήσου επειδή έχει πλάτος ανάμεσα στις ράγες 1μ, έναντι της «κανονικής» που έχει 1,435μ.

Η μετρική γραμμή μετά τα νέα μέτρα του ΥΜΕ θα πεθάνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως υπόθετο χαρακτηρίζεται από τους σιδηροδρομικούς και το Railbus, η αυτοκινητάμαξα που χρησιμοποιείται για προαστιακά δρομολόγια.

- Σήμερα για το Κιάτο είχε τρίδυμο υπόθετο.
(Τρίδυμο σημαίνει 3 συνδεδεμένα τραίνα μεταξύ τους).

Φωτογράφος:Δημήτρης Μπακιρτζής (από imaginas, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι παλιές γαλλικές λοκομοτίβες Alsthom CC AD 1600A1 (μετρικού εύρους) και Alsthom CC AD 2100C1 (κανονικού εύρους) του ΟΣΕ.

Οι μετρικού εύρους Alsthom απόδοσης 1175 kW αγοράστηκαν το 1967 και έλαβαν αρίθμηση A 9201-9210 και χρησιμοποιήθηκαν στο μετρικό σιδηροδρομικό δίκτυο της Πελοποννήσου. Οι κανονικού εύρους (1435mm) Alsthom απόδοσης 1544 kW αγοράστηκαν το 1966-1967 και έλαβαν αρίθμηση A 351-376 και χρησιμοποιήθηκαν στο σιδηροδρομικό δίκτυο της υπόλοιπης Ελλάδας.

Οι γαλλίδες είχαν κινητήρες Pielstick.

μετρική στη Πάτρα κανονική στη Τιθορέα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγονται τα κατασκευασμένα στη πόλη Arad της Ρουμανίας βαγόνια του ΟΣΕ, λόγω του χρώματος του εσωτερικού τους που θυμίζει έντονα οδοντιατρείο...

Πρόκειται για παλαιότερο μοντέλο βαγονιού που το πιθανότερο είναι ότι δεν είναι πλέον σε χρήση (Μάης 2016).

Πέντε οδοντιατρεία, μία κλινάμαξα και ένα εστιατόριο έλκουν οι ALCO. διάφορα οδοντιατρεία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιδηροδρομικός όρος για τις ελαφρού τύπου (αυτοκινούμενες) αυτοκινητάμαξες. Από το αγγλικό railbus. Στην Ελλάδα ο όρος εισηχθεί μάλλον πρόσφατα, παλαιότερα χρησιμοποιούνταν η γαλλικής προέλευσης λέξη οτομοτρίς. Συχνά είναι ηλεκτρικά ή ντίζελ. Στην Ελλάδα ως ρέιλμπας χαρακτηρίζεται κυρίως το υπόθετο γνωστο και ως Stadler 560 και Stadler 4501(μετρικό). Τα ρέιλμπας είναι σε χρήση σε σύντομα δρομολόγια όπως τα προαστιακά, τα μητροπολιτικά και τα τοπικά.

-Πήραμε το ρέιλμπας και πήγαμε από την Ολυμπία στο Κατάκωλο, καλά ήτανε, αλλά καλύτερη φάση θα ήτανε αν έβαζαν και καμιά ατμομηχανή με βαγόνια εποχής για το καλοκαίρι.
Ρέιλμπας Stadler 4501 του ΟΣΕ σε δρομολόγιο Ολυμπία-Κατάκωλο Ρέιλμπας Dodge στη Ν.Αμερική, στη προηγούμενη ζωή του ήταν... μπας(schoolbus)!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γερανός που τοποθετείται σε φορτηγό ακριβώς πίσω από την καμπίνα του οδηγού, χρησιμοποιείται για οικοδομικές και άλλες εργασίες. Το ονόμασαν έτσι μάλλον γιατί η άκρη του (ο γάτζος) με λίγη φαντασία θυμίζει τη μύτη του συμπαθούς πτηνού. Χρησιμοποιείτε για εργασίες και στο σιδηρόδρομο από ότι παρατήρησε ο γράφοντας. Άγνωστο αν το λένε έτσι εκτός από τους οικοδόμους και εργάτες και άλλων κλάδων.

Πήρα ένα φορτηγό, με παπαγάλο, μεταχειρισμένο, από Γερμανία, μιλάμε για σκυλί...

unimog με παπαγάλο φορτηγά με παπαγαλάκια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως «Καναδέζες» χαρακτηρίζονται από το προσωπικό του σιδηροδρόμου και τους ασχολούμενους με αυτόν οι μηχανές MLW που έλκουν πλέον εμπορικούς συρμούς.

Ήμουν στην Τραχίνα και πέρασαν 2 καναδέζες με 10 καρότσες!

(από imaginas, 09/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπουρέζα είναι σιδηροδρομικό μηχάνημα που μπουράρει, δηλαδή «πατάει» τη ράγα για να «κάτσει» μετά την τοποθέτησή της.

Η μπουρέζα εχθές ήταν στο Χιλιομόδι για να μπουράρει τη γραμμή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified