Ο οπαδός που συνηθίζει να μπαίνει στο γήπεδο δωρεάν με πρόσκληση και το παίζει παράγοντας, φλεξάρει κ.ο.κ.

Αν χάνουν οι Σέρβοι προς το τέλος δεν νομίζω να τα κάνουν λαμπόγυαλο. Είπαμε, υπάρχουν ανεγκέφαλοι σε κάθε κερκίδα και οι Σέρβοι δεν είναι και οι πιο ήρεμοι οπαδοί γενικά, αλλά δεν πιστεύω ότι θα δούμε κάτι ακραίο. Το πολύ-πολύ να πέσει κανένα μπουκάλι ή κατά την αποχώρηση των ομάδων για τα αποδυτήρια να σπρώξει κανένας οπαδός/σεκιουριτάς/προσκλησάκιας της Παρτιζάν, κάποιο μέλος της αποστολής της Ρεάλ.(Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς ο χορταρέας, δηλαδή κατά τον προσφυή ορισμό του Γεωργίου Ζάκκου, "η περίπτωση ανδρός ο οποίος καταναλίσκει μεγάλες ποσότητες χόρτου, ήτοι χασίς, μπάφου, μαύρου, νταφού".

  1. den sas goustaroume re xortarakides ai kai gamithite mia zoi to hiphop piso to pate. (Πρεζόνια και μαστούρηδες).
  2. Γνωστός χορταράκιας ο λευκοκέφαλος αετός-σύμβολο των ΗΠΑ. (Από το Luben).
  3. Είμαι ευσεβής χορταράκιας, ήμουν, είμαι και θα είμαι και δεν υπάρχει τίποτα το λάθος μ'αυτό, εκτός απο το κόστος του χόρτου». (Εδώ).

Στο Ιντερνέτι το βρίσκω και σε μία περίπτωση που φαίνεται να συνδέεται με το έτερο γρασίδι, ήτοι το γκαζόν του ποδοσφαιρικού γηπέδου, οπότε φαίνεται να σημαίνει τον πωρωμένο - καμένο με το ποδόσφαιρο ή τον ποδοσφαιριστή. Είναι εξάλλου και παρωνύμιο παράγοντα ποδοσφαιρικής ομάδας όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς από τον γούγλη.

ΤΟΝ ΣΥΝΘΕΤΙΚΟ ΧΛΟΟΤΑΠΗΤΑ ΤΗΣ, ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΖΩΗ ΔΥΣΚΟΛΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΟΡΤΑΡΑΚΗΔΕΣ (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified