Πόλη στο Μεξικό... όπου όλοι γελάνε πολύ.

Το πιάσατε, έτσι;

- Πάμε διακοπές στο el oel;
- Χάχαχαχα. Μέσα. Με χίλια.

Αν δέν το πιάσατε, δείτε και lol, λολ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς, το συνεχές, νευρικό γέλιο που εχει την τάση να μεταδίδεται αστραπιαία στους γύρω μας, προκαλώντας εν τέλει πανδαιμόνιο.

Από το δημοφιλές ξενικό «LOL» (Laughing Out Loud) και το «ολοκαύτωμα».

- Σοβαρή εκπομπή, τι να σου πω... ριάλιτι σου λέει... αρκεί ένας να πετάξει μια μαλακία και γίνεται lol-οκαύτωμα εκεί μέσα...

Οι υπεύθυνοι του λολοκαυτώματος (από Khan, 12/11/14)

Βλ. και λολ / λωλ, lol, λολ, lol-some, Loles, rotf-lol, LMFAO κ.λπ., lolen, λολάρω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας σέρβερ του ίντερνετ καφέ που σέρνεται και δεν αποδίδει την κατάλληλη ταχύτητα ή απλά κολλάει το δίκτυό του.

- Τι μηχάνημα έχουν στο μαγαζί;
- Σέρνερ.
- Πάμε αλλού για μάχη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified