1. Σάη ή φλώρουμ που έχει καταντήσει σκέτο εργοτάξιοΗΛΠΑΠ από τον καταιγισμό τρόλεϊ.
2. Μεγάλη συνομοταξία από ιντερνετομαλάκες, σπαστήρες, βιζιτούδες, ποντοκλαίουσες, e-μπούληδες, κλικαδόρους, e-Παναήδες, μπαγαποντοδότες, κ.α. μικυμάου.
[Λολ. τρολ- + -κομείο, κατά το μπουρδελοκομείο].
-  Να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολοκομεία!
  (αρχαίον απαύγασμα σοφίας)
- Συνταγές για τρολοκομεία!
  (εδώ)
- χαχαχαχχαχα , ρε τρολοκομειο ακομα δεν ηρθες αρχισες να με κοροιδευεις;;;;;;
  (νταξ, αυτό παίζει να είναι και τυπογραφικό)
