1. Σάη ή φλώρουμ που έχει καταντήσει σκέτο εργοτάξιοΗΛΠΑΠ από τον καταιγισμό τρόλεϊ.

2. Μεγάλη συνομοταξία από ιντερνετομαλάκες, σπαστήρες, βιζιτούδες, ποντοκλαίουσες, e-μπούληδες, κλικαδόρους, e-Παναήδες, μπαγαποντοδότες, κ.α. μικυμάου.

[Λολ. τρολ- + -κομείο, κατά το μπουρδελοκομείο].

- Να ταΐζετε τους καβουροσλανγκόσαυρους, όχι τα τρολοκομεία!
(αρχαίον απαύγασμα σοφίας)

- Συνταγές για τρολοκομεία!
(εδώ)

- χαχαχαχχαχα , ρε τρολοκομειο ακομα δεν ηρθες αρχισες να με κοροιδευεις;;;;;;
(νταξ, αυτό παίζει να είναι και τυπογραφικό)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα μόντ, ιδίως αν είναι όμορφη.

- Μπα, νέο μοντέλο στο slang.edu;

Και κυρίως, τα μοντέλα μεταξύ τους, αγαπιούνται με έναν αγνό και βαθύ αίσθημα χωρίς ιδιοτέλεια :-P (από Galadriel, 09/04/09)

Σχετικά: mod diplomatique, μόδιστρος, ο, Μ.Ο.Δ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified