Further tags

Αυτός που κάνει διακόσμηση σε μια ιστοσελίδα.

- Εισάγετε τη διεύθυνση του διακομιστή μηνυμάτων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γυναίκας που η γνωριμία μαζί της έγινε μέσω του chat.

(Συνήθως πρόκειται για νεαρή κοπέλα, γι' αυτό και ο προσδιορισμός -άκι. Δεν λέμε ποτέ τσαταλάκι μια 30άρα ή 40άρα.)

  1. - Πού την πέτυχες την πιτσιρίκα;
    - Η γκόμενα είναι τσαταλάκι χθεσινοβραδινό!

  2. - Πώς τα πάτε με το τσαταλάκι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για μέλος ενος σάιτ που έγραψε ένα και μοναδικό ποστ και μετά εξαφανίστηκε.

Ο τάδε είναι μονόποστο μέλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για μέλη ενός σάιτ που είναι πολύ δραστήρια στο φόρουμ.

Ο τάδε γράφει πολλά ποστς... είναι πολύποστος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχάριος που βιάζεται να μάθει και επιδεικνύει τις λίγες του γνώσεις στους άλλους. Συνήθως συνταντιέται μεταξύ των gamers και των κομπιουτεράδων.

- Πρόσεχε ρε συ μη φας καμιά sniperιά από τον τυπά και σου φύγει το κεφάλι.
- Κάτσε στα αυγά σου ρε νουμπά, που θα μου πεις τι θα κάνω.

Και νιούμπης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που προέχεται από το videogame Halo, και συγκεκριμένα από το όνομα του χαρακτήρα (Master Chief). Αναφέρεται σε κάποιον που δεν μασάει.

- Και εκεί που μου την έχουν πέσει 5 τυπάδες, αρχίζω και τους κάνω τούμπανο στο ξύλο.
- Ώπα, σιγά ρε μαστερτσιφόνι.

(από demollyon, 27/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι φανατικός των προϊόντων της Apple.

- Κοίτα ρε κάτι σπασικλάκια που περιμένουν το iPhone την πατάτα.
- Ε αφού τους ξέρεις μωρέ τους μηλαράδες τι κόλλημα έχουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

τρολ, τρόλι

Έτσι λέγεται στη διαδικτυακή αργκό ο χρήστης του ίντερνετ με διάφορα απωθημένα, ο οποίος κάτω από το πέπλο της ανωνυμίας μπαίνει σε forums, chat rooms ή blogs και γράφει άσχετα ή επιθετικά σχόλια με σκοπό να διαταράξει τη συζήτηση.

Ο όρος troll μάλλον προήλθε από την έκφραση trolling for suckers (= ρίχνω δόλωμα για να πιάσω κορόιδα), όπου trolling είναι μια μέθοδος ψαρέματος με πολλαπλά δολώματα από κινούμενο σκάφος. Πέρα από αυτό όμως, troll είναι και ένα κακόβουλο τέρας της σκανδιναβικής μυθολογίας, οπότε ήρθε κι έδεσε.

- Τι γίνεται ρε Γιώργο; Όλο ξενέρωτα θέματα βάζεις στο blog σου τώρα τελευταία...
- Άσε με ρε, κάθε φορά που βάζω τίποτα «εθνικά ευαίσθητο», μου την πέφτουνε τα τρολ εθνίκια... Βαρέθηκα το ίδιο βιολί όλη την ώρα!

βλ. και τρολιά, τρολάρω, τρολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται στον γραπτό λόγο, ώστε να διακρίνεται το αρχικό φωνήεν e- (= electronic), αντί του Ε- της γνωστής λέξης Ελληνάρας.

Πρόκειται για τον εθνικά υπερήφανο Έλληνα χρήστη του ίντερνετ που ξημεροβραδιάζεται λογομαχώντας/βρίζοντας ηλεκτρονικούς «πατριώτες» άλλων εθνικοτήτων, επιχειρηματολογώντας με αδιάσειστα παραϊστορικά στοιχεία σχετικά με την ανδροπρέπεια του Λεωνίδα, το βάρος του μορίου των ηρωικών τσολιάδων, το παχύ μουστάκι του Γρίβα Διγενή, τον μελωδικό βόμβο «τεριρέμ» που βγάζουνε τα Χαννεμπού του Λιακόπουλου κτλ...

(Από το περιοδικό «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας)
Πριν από τις ιντερνετομαχίες για το «Μακεδονικό» , είχαμε εκείνες με τους Τούρκους. Τα δελτία φρικιούσαν. «Οι Τούρκοι λένε ότι ο Μεγαλέξανδρος ήταν gay!» και κάποιοι e-λληναράδες απαντούσαν: «Γιατί; Ο Κεμάλ δεν ήταν;»

Ο ΚΑΙΡΟC ΓΑΡ ΕΓΓΥC 2: Best seller του Λιακόπουλου, η χαρά του Ελληνάρα και e-λληναρά! (από Cunning Linguist, 17/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε ηλεκτρονικά παιχνίδια, το κρέας είναι ο παίχτης με τις χαμηλότερες επιδόσεις, που «πεθαίνει» συχνά. Ο εύκολος στόχος.

- Τάκη, εσύ θα πας με την ομάδα 2.
- Τι λε ρε παπάρα; Σιγά μην πάρουμε το κρέας μαζί μας, αρκετά feedαρε το τελευταίο παιχνίδι...

Και νομιστεράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified