Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος.

- Μάγκες δεν έρχομαι στην συναυλία. Δεν έχω χρήμα.
- Τι δεν έχεις χρήμα ρε τσιγκανόπουστα; 5 ευρώ στοιχίζει το εισιτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για τις γυναίκες που βάφονται τόσο πολύ, ώστε γίνονται σαν ανάποδο γαμώτο.

- Χάχα! Κοίτα την γκόμενα ρε. 5 κιλά στόκο έβαλε στην μάπα της! Σκέτος Πικάσσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το ανάποδο γαμώτο στην κυριολεξία (αν και τονίζεται στην λήγουσα αντί στην παραλήγουσα).

- Πώς είναι αυτή ρε; Σαν οτωμάγ είναι με αυτό το τζιν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σπέρμα.

Και εκεί που την πηδάω, ρίχνω κάτι κανονιές από ψωλόχυμα, σαν καρύδια.

(από Rebelais, 11/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που καταπίνει σπέρμα, συνώνυμο του σπερματομαζώχτρα.

- Τι είναι αυτή η Πόπη ρε; Μου σκούπισε τον πούτσο εντελώς. Σκέτος χυσονεροχύτης είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που καταπίνει σπέρμα.

- Καλό πουτανάκι η Δήμητρα, ε;
- Είναι αυτή μια σπερματομαζώχτρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαμένος στο διάστημα, συνώνυμο του τσίου. Συνήθως συναντιέται και ως απάντηση στο τσίου.

Καλά ρε συ, καπνίζεις μπροστά στον διευθυντή; Μα είσαι εντελώς τσίου μπίου τσικιμπίου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το άχρηστο, συνώνυμο με την μούφα.

- Πώπω, μου έχει σπάσει τα νεύρα το PC μου, δεν boot-άρει καν. Μα τι μπρίκι πήγα και αγόρασα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι φανατικός των προϊόντων της Apple.

- Κοίτα ρε κάτι σπασικλάκια που περιμένουν το iPhone την πατάτα.
- Ε αφού τους ξέρεις μωρέ τους μηλαράδες τι κόλλημα έχουν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός στον οποίο αρέσουν οι άσχημες γυναίκες, οι μπόχλες.

- Τα 'μαθες ρε συ; Ο Αντώνης θα βγει με την Ελένη;
- Με την Ελένη, με την Ρένα, με την Σούλα... Άσε είναι και ο πρώτος μποχλέμπορας, έχει πάρει όλες τις κάμπιες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified