Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος.
- Μάγκες δεν έρχομαι στην συναυλία. Δεν έχω χρήμα.
- Τι δεν έχεις χρήμα ρε τσιγκανόπουστα; 5 ευρώ στοιχίζει το εισιτήριο.
Ο τσιγκούνης, ο σπάγκος.
- Μάγκες δεν έρχομαι στην συναυλία. Δεν έχω χρήμα.
- Τι δεν έχεις χρήμα ρε τσιγκανόπουστα; 5 ευρώ στοιχίζει το εισιτήριο.
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός για τις γυναίκες που βάφονται τόσο πολύ, ώστε γίνονται σαν ανάποδο γαμώτο.
- Χάχα! Κοίτα την γκόμενα ρε. 5 κιλά στόκο έβαλε στην μάπα της! Σκέτος Πικάσσο!
Got a better definition? Add it!
Είναι το ανάποδο γαμώτο στην κυριολεξία (αν και τονίζεται στην λήγουσα αντί στην παραλήγουσα).
- Πώς είναι αυτή ρε; Σαν οτωμάγ είναι με αυτό το τζιν.
Got a better definition? Add it!
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που καταπίνει σπέρμα, συνώνυμο του σπερματομαζώχτρα.
- Τι είναι αυτή η Πόπη ρε; Μου σκούπισε τον πούτσο εντελώς. Σκέτος χυσονεροχύτης είναι!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα που καταπίνει σπέρμα.
- Καλό πουτανάκι η Δήμητρα, ε;
- Είναι αυτή μια σπερματομαζώχτρα...
Got a better definition? Add it!
Ο χαμένος στο διάστημα, συνώνυμο του τσίου. Συνήθως συναντιέται και ως απάντηση στο τσίου.
Καλά ρε συ, καπνίζεις μπροστά στον διευθυντή; Μα είσαι εντελώς τσίου μπίου τσικιμπίου;
Got a better definition? Add it!
Κάτι το άχρηστο, συνώνυμο με την μούφα.
- Πώπω, μου έχει σπάσει τα νεύρα το PC μου, δεν boot-άρει καν. Μα τι μπρίκι πήγα και αγόρασα!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που είναι φανατικός των προϊόντων της Apple.
- Κοίτα ρε κάτι σπασικλάκια που περιμένουν το iPhone την πατάτα.
- Ε αφού τους ξέρεις μωρέ τους μηλαράδες τι κόλλημα έχουν!
Got a better definition? Add it!