Όπως συνάδεται από τον ορισμό σλανγκ της αγαπητής συνοδοιπόρου, «Jargon» ή «επαγγελματική ιδιόλεκτος», αναφέρεται σε ορολογίες (συντμήσεις, εκφράσεις, ακρώνυμα), σε σχέση με μια συγκεκριμένη δραστηριότητα, επάγγελμα ή ομάδα. Περιγράφει την συγκεκριμένη «γλώσσα» ανθρώπων που εργάζονται στον ίδιο χώρο ή που έχουν κοινά ενδιαφέροντα.

Υπό αυτή την έννοια η jargon μοιάζει ή (τολμώ να πω) προβιβάζεται σε slang, τουλάστιχον στις περιπτώσεις όπου γίνεται παράφραση/εμπλουτισμός «παραδοσιακών» jargon συνήθως με χιουμοριστική διάθεση, όπως αποδεικνύουν πλείστα λήμματα του τιμημένου slang.gr (RTFM, FUBAR, μήδι, clopy paste, πσάρεμα, LMFAO κλπ.).

Στο δια ταύτα, ως Corporate Slang αναφέρω τους όρους που μοιάζουν μεν με jargon στον Επιχειρηματικό κόσμο (ιδιαίτερα της αλλοδαπής και ειδικότερα στις ΗΠΑ), πλην όμως, αποτελούν «άτυπους» όρους (και γι’αυτό θεωρώ σλάνγκικους), οι οποίοι λόγω του ειρωνικού/χιουμοριστικού τους περιεχομένου, μάλλον χρησιμοποιούνται μεταξύ εργαζομένων και σίγουρα όχι στο Boardroom (βλ. κριτήρια 2 και 3 στο τμήμα 1 του σλανγκ). Μια συλλογή των καλυτέρων που κυκλοφορούν ακολουθεί:

Blamestorming
Συγκέντρωση επαγγελματιών σε γκρουπ, ανοιχτή συζήτηση γιατί ένα έργο πήγε κατά διαόλου και ποιος φταίει.

Seagull Manager
Ένας μάνατζερ που καταφθάνει «αεροπορικώς», κάνει πολύ θόρυβο, χέζει τα πάντα και μετά φεύγει.

Salmon Day
Η εμπειρία του να περνάς όλη σου τη μέρα κολυμπώντας αντίθετα στο ρεύμα, μόνο και μόνο για να πεθάνεις στο τέλος.

Assmosis
Η διαδικασία μέσω της οποίας ορισμένοι άνθρωποι φαίνεται να απορροφούν επιτυχία και προαγωγές, με το να γλείφουν το αφεντικό αντί να δουλεύουν.

Percussive Maintenance
Η τέχνη του να χτυπάς, κλωτσάς, γρονθοκοπείς ένα μηχάνημα για να το κάνεις να δουλέψει.

Bangalored
Να απολύεσαι γιατί η θέση σου μεταφέρθηκε στην Ινδία.

PowerPointless
Τσίλικα γραφικά και animations παρουσιάσεων, τα οποία αποσπούν την προσοχή του κοινού αντί να επεξηγούν.

Treeware
Geek-speak για οτιδήποτε είναι τυπωμένο σε χαρτί.

Turd polishing (γυάλισμα κουράδας)
Βρίσκοντας θετικά πράγματα σε μια δύσκολη κατάσταση.

Work Spasm
Η εξαιρετικά παραγωγική (αλλά συνήθως σύντομη) περίοδος εργασίας, αμέσως μετά τις διακοπές.

Ίσως η πιο ολοκληρωμένη και αβλεπί η πιο αστεία χρήση της Corporate κουλτούρας και Jargon, είναι ο Dilbert του Scott Adams.

- Τι έγινε ρε με τον χαμό προχθές;
- Τι να γίνει, το project πήγε τρίσκατα οπότε μαζεύτηκε όλη η ομάδα για ένα χέσιμο από το αφεντικό και φυσικά ένα δημιουργικό Blamestorming. Το χειρότερο ήταν ότι ήταν εκεί και ο νέος Διευθυντής Μάρκετινγκ.
- Ποιός ο Λούλης; Καλά αυτός είναι εντελώς Seagull Manager. Δεν τον βλέπω να κρατάει πάνω από 1 μήνα...

(από Desperado, 08/07/09)(από Desperado, 08/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει με παράφραση της αγγλικής λέξης user (γιούζερ), που σημαίνει: χρήστης.

  1. Ο όρος μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον ουζοπότη (που χρησιμοποιεί ούζο, ως υγρό καύσιμο, βλ. παρ. 1).

  2. Θα μπορούσε να αναφέρεται και σε κάποιον κατ' επίφαση χρήστη (γιούζερ) μηχανήματος, εφαρμογής κ.λπ., που απαξιωτικά ή χιουμοριστικά μπορεί, να αποκαλεστεί ή να αυτo-αποκαλεστεί ούζερ (λόγω παραπομπής της λέξης ούζερ, στη λέξη ούζο και στις αρνητικές συνδηλώσεις της αρχικής συλλαβής της, ου).

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις της χρήσης του όρου, παρουσιάζονται παρακάτω. Θα μπορούσαμε να μιλάμε λοιπόν για κάποιον:

- Kαθ' όλα εντάξει χρήστη, στα πλαίσια τριγκαρίσματος (βλ. παρ. 2).

- Tζακντανιελίστα χρήστη, που δεν έχει καμιά συναίσθηση του καθήκοντος κατά την επιτέλεση μιας εργασίας, π.χ.: λόγω ιδιοσυγκρασίας, λόγω ταπηροκρανίασης με τον προϊστάμενο του, κ.λπ. (βλ. παρ. 3)..

- Aνεπίδεκτο μαθήσεως με μυαλό αϊκιού ραδικιού, ή για κάποιον κακό εφαρμοστή των όσων έμαθε. (βλ. παρ. 4).

- Που του ανατίθεται στο εταιρικό περιβάλλον, ένα σύνθετο έργο, άνευ: εκπαιδεύσεως, παροχής του κατάλληλου υλικοτεχνικού εξοπλισμού, λοιπής υποστήριξης, κλπ. Έτσι ο όρος θα μπορούσε να λεχθεί, π.χ: στα πλαίσια αυτοσαρκασμού κάποιου για τον εταιρικό ρόλο του. (βλ. παρ. 5).

.

  1. - Ωχ πάλι, ο κ. Ουζούνογλου πίνει τα ουζάκια του σήμερα. Χάλια θα γίνει πάλι.
    - Ούζερ, όνομα και πράγμα ο τύπος. Σαν το ούζο 12 πίνει!

  2. - Γεια σου ρε ούζερ!
    - Ούζερ; - Έλα ρε σε πειράζω. Αφού είναι γνωστόν πώς είσαι ο μόνος στην εταιρεία, που ξέρεις την εφαρμογή απέξω κι ανακατωτά, γι’ αυτό και δεν παίρνεις κι ανάσα.
    - Ούτε γιούζερ, ούτε ούζερ. Λούζερ είμαι φίλε.

  3. - Σ' αυτόν θέλεις να αναθέσεις τη δουλειά; Σώθηκες. Μη βασιστείς σ' αυτόν. - Μα ξέρω πως είναι εύκαιρος τώρα και ξέρω επίσης πως ξέρει να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο μηχάνημα.
    - Κοίτα γιούζερ του μηχανήματος δεν τον λες, ούζερ σίγουρα, γιατί τη δουλειά που θέλεις να σου παραδώσει μέχρι αύριο, θα στη δώσει την επόμενη βδομάδα. Ο άνθρωπος, παίρνει τις...δόσεις γραψαρχιδίνης.

  4. - Τον έχω εκπαιδεύσει όσο δεν πάει. Το....ντουβάρι! Σιγά μη γίνει γιούζερ αυτός! Ούζερ μπορεί!

  5. - Άσε, μου 'χουν, αναθέσει μια πολυσύνθετη εργασία. Αλλά ούτε εκπαίδευση μου 'χουν κάνει, ούτε άλλη βοήθεια έχω, ενώ παράλληλα με έχουν βαφτίσει και εξπέρ γιούζερ της εφαρμογής, για να μου φορτώσουν την ευθύνη σε περίπτωση μαλακίας. Ούτε καν γιούζερ, δεν μπορείς να με πεις. Ούζερ είμαι o μαλάκας, αφού παρά τις ελλείψεις συνεχίζω να την παλεύω. Θα πρέπει να 'μαι και το... ψώνιο αν κάποιες στιγμές καυλώνω στη σκέψη, πως είμαι εξπέρ γιούζερ.

Βλ. και luser

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified