Την έκφραση αυτή την άκουσα από την έφηβη κόρη μου με την έννοια: άσχετα, ό,τι νάναι, μπούρδες.

τσάγαλα: τα άγουρα αμύγδαλα (από το τουρκικό çağla).

Αρχικά νόμισα πως ήταν μιά νεανική έκφραση του συρμού, αλλά από μια ματιά στο γούγλη βρήκα και τα εξής:

Κι αν όλα τα παραπάνω είναι δύσκολο για έναν επαγγελματία (αν μη τι άλλο έμπειρο), προσπαθώ να φανταστώ πόσο δυσκολότερα αποβαίνουν στο μυαλό του μέσου αναγνώστη, αν είναι από εκείνους δηλαδή που απέμειναν να παρακολουθούν τα γεγονότα, αν δεν έχει ήδη βαρεθεί να του «σερβίρουν» καθημερινά τα… «τσάγαλα με …γιαούρτι» των τηλεοπτικών καναλιών, αλλά και της πανσπερμίας άρθρων στον Ελληνικό και ξένο Τύπο. (από εδώ)

Ράππος προς Εσερίδη για την τελική απόφαση των καταδυτικών:

Τσάγαλα με γιαούρτι θα κάνεις (από εδώ)

Μετά απ' αυτά την ξαναρώτησα πού την άκουσε και διεπίστωσα πως την έλεγε μια καθηγήτρια στο φροντιστήριο, η οποία μάλιστα ήταν Θεσσαλικής καταγωγής.

Απ' όλα τα παραπάνω συμπεραίνω ότι αυτή είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται σε περιοχές της Θεσσαλίας. Σχετικές πληροφορίες, συμπληρώσεις ή διορθώσεις είναι πάντα ευπρόσδεκτες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ πρώτης όψεως λέξη που παραπέμπει σε λαρισινό «αξάν» (προφορά) της λέξης «έτσι».

Θα μπορούσε βέβαια να είναι και παραφθορά της λέξης «έιτζ» προφερόμενη από άτομο που η ακοή του δεν είναι σε άριστη κατάσταση, ή από άτομο που η διάταξη της οδοντοστοιχίας του δεν του επιτρέπει να προφέρει σωστά ορισμένα γράμματα.

  1. Λαρισινός επιστρέφει από την ξενητειά στην πατρίδα του και πατώντας στα πάτρια εδάφη αναφωνεί: Λάρ'σ Λάρ'σ σε είδα και λαχτάρ'σ!!

  2. Η γιαγιά στην εγγονή: τι κάνει παιδάκι μου εκιός ο φίλος σου που είχε εκείνη την αρρώστια... το ετς;

Βλ. και: έτσι-γιουβέτσι, ...κι έτσι., έτσι, έτσι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που χρησιμοποιείται στην περιοχή Πηλίου και σημαίνει μαλακίζομαι, δεν κάνω τίποτα ουσιαστικό. Επίσης σε ερώτηση σημαίνει «πας καλά;», «είσαι καλά;»

- Πάμε για μπάνιο στη θάλασσα, Κωστή;
- Κουφομπλώνεις; Έχει κρύο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λαρισαϊκός ιδιωματισμός για τα σκατουλάκια που κρέμονται επίμονα από τις κωλότριχες.

- Γαμώ την παναγία μου, πάλι λέρωσα το σωβρακό μου, αυτά τα μαλακισμένα τα ταρζανίδια φταίνε πάλι.

(από gizaha, 01/12/08)

Βλ. και ταρζανάκι, ταρζανέλια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified