Ο τύπος του αναρχικού που η κύρια τακτική του είναι να πετάει μπουκάλια στην αστυνομία και σε άλλους στόχους κατά την διάρκεια συγκρούσεων. Σχετικά λήμματα: γκαζάκιας, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, χαοτικός, μπάχαλος, μπαχαλάκιας, μπαχαλάκης, μπάχαλο, ντου, λίστα του ντου.

- Ενώ είχε συμφωνηθεί η πορεία να είναι ειρηνική, βρέθηκε ένας μπουκαλάκιας, έκανε τη μαλακία του και μας πέθαναν οι μπάτσοι στα χημικά!

πολλά καφάσια μπουκάλια (από jesus, 10/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του υποβρύχιου ψαρά που η κύρια τακτική του είναι να φοράει μπουκάλια για να κυνηγήσει τη Συναγρίδα και άλλους ροφούς κατά τη διάρκεια κατάδυσης.

Σχετικά λήμματα: σωραίος, ναζωραίος, ζαγωραίος, τσίφτης, μάγκας, άξιος, αρχιδάτος, γαμιστερός, ζόρικος, γαμάτος.

Κάποιος να σβερκώσει τον κοπρίτη και να τον φέρει στο πιάτο του. Του έχω σερβίρει φρίσκις, ευχαριστίες και συγγνώμη για την σκύλευση του λήμματός του.

Λ-υδωρ-ούμενος μπουκαλάκιας εν δράσει εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified