Πηδάω, κατά προτίμηση τακτικά.

Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά εικάζεται ότι έχει να κάνει με το γνωστό λάδωμα της μηχανής που εξασφαλίζει την ομαλή και εύρωστη λειτουργία της.

Επίσης, είναι πολύ πιθανό να σχετίζεται με τη γνωστή λαϊκή ρήση φάε λάδι κι έλα βράδι.

  1. - Τι κάνεις ρε, καιρό έχουμε να τα πούμε.
    - Φίλε, το πιο σημαντικό νέο είναι ότι πήγα πριν δύο μήνες στον Ανδρόνικο και γνώρισα μια παραμελημένη παντρεμένη.
    - Και; Για πες.
    - Ε, όπως φαντάζεσαι, από τότε τη λαδώνω κανονικά.

  2. - Πώς πήγε το πρώτο ραντεβού χτες;
    - Κοίταξε να δεις, λάδωσα, οπότε δεν έχω παράπονο.
    - Ναι, αλλά θα σε ξαναπροτιμήσει;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δωροδοκώ κάποιον για να κερδίσω κάτι μη αξιοκρατικά. Στην Ελλάδα ειδικά αυτό γίνεται κατά κόρον από πολιτικούς και business μέχρι και εξετάσεις οδήγησης (και μη). Εξ ου και λάδι, το ουσιαστικό.

- Καλά, ο ξάδερφός σου είναι τελείως σκράπας οδηγός... αναρωτιέμαι πώς πήρε το δίπλωμα.
- Ε, αφού ξέρεις τώρα, λάδωσε και το πήρε νύχτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified