Λέξη γενικής χρήσης. Αλλάζει νόημα ανάλογα την φράση που την χρησιμοποιούμε. Δείτε παραδείγματα.
Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτυ της Νίκης, μπιστάγαμε (χορεύαμε) μέχρι το πρωί.
Ποιος μου μπίστηξε (βούτηξε) τον αναπτήρα ρε; Είχα έναν αναπτήρα εδώ.
Πα να μπιστήξουμε (φάμε) κανά σαν ντουΐ; Πείνασα...
Τί πάρτυ θα 'ναι αυτό ρε; Θα μπιστάει (βαράει) καθόλου;
Τι έγινε με την Σούλα χθες ρε; Την μπίστηξες (πήδηξες);
Καλά ρε πρεζάκια, χθες σου άφησα ένα σακούλι γεμάτο. Πότε πρόλαβες και το μπίστηξες (ήπιες);