Ο πανύβλαξ, ο κρετίνος, ο στόκος, που τα χάφτει όλα. Ο εξαιρετικά εύπιστος άνθρωπος χωρίς κριτική ικανότητα για το παραμικρό.

Ρε χάπατο, φτύσ' τ' αγκίστρι, σε δουλεύουνε ρεεε! πάρ' το χαμπάρι επιτέλους! δε γουστάρει εσένα το θεόμουνο, δεν το καταλαβαίνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ζέουλο που γίνεται με χάπια, ο χαπάκιας που τρώει κουμπιά οποιουδήποτε είδους. Υποτιμητικός χαρακτηρισμός που λέγεται από τα άλλα πρεζάκια που δεν πολυπάνε τους χαπάκηδες.

-Ρε ψηλέ, σου περισσεύει καμιά ευρού; Είμαι τελείως ρέστος ρε μαν...
-Παρ' τον λοπού ρε κωλοχάπατο! Ό,τι έχω στην καβάντζα το φυλάω για παραμύθα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified