Αργκό για την βουπρενορφίνη, φάρμακο που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση οπιοειδών.
- Τι έχει ο Αλεξάκης και έχει πρεζώσει;
- Ήπιε κάτι βούπες πριν και την είδε Μάικλ Ντάγκλας.
Αργκό για την βουπρενορφίνη, φάρμακο που χρησιμοποιείται για την υποκατάσταση οπιοειδών.
- Τι έχει ο Αλεξάκης και έχει πρεζώσει;
- Ήπιε κάτι βούπες πριν και την είδε Μάικλ Ντάγκλας.
Got a better definition? Add it!
Η άσχημη γυναίκα στα Πατρινά.
Πιθανότατα ηχοποίητο εκ του βούπ! (ήχος πτώσης), ουδεμία σχέση φέρει με το βου-που.
Συνώνυμα: ζάμπα (Ιόνιο), πατζούρι, κάγκουρας (Σαλονίκη), μπράσκα (Β. Ελλάδα), σαύρα, κουβάς, σαλόζα, γαλότσα, μπάζο (πανελληνίως) κ.α.
Παράγωγο: Καρα-βουπίδιο.
- Βγήκαμε τις προάλλες με κάτι βούπες, που μας πουλήσανε και μούρη από πάνω.
- Γαμήσατε ;
- Ρε, σου λέω ούτε για βεντούζες δεν ήτανε. Χώρια που μας τα σπάσανε.
- Κατάλαβα, τη χήρα την πεντάρφανη κανονίσατε πάλι ...
Got a better definition? Add it!