Οτιδήποτε τυχαίο όπως:

  • Πρόσωπο
  • Αντικείμενο
  • Τοποθεσία
  • Φράση

Ο λόγος που χρησιμοποιούμε την αγγλική λέξη αντί της ελληνικής είναι γιατί γλιτώνουμε μία συλλαβή (2 αντί 3). Γκέγκε;;

- Πήγαμε θέατρο με την Μαρία.
- Έπαιζε κανένας γνωστός ηθοποιός;
- Μπα. Κάτι ράντομ φοιτητές ήτανε και μαλακιζόντουσαν. Ευτυχώς είχε ελεύθερη είσοδο.

- Την Κυριακή γιορτάζει ο Αλέξης αλλά δε παίζει μία.
- Μην αγχώνεσαι. Πάμε μαζί και θα ετοιμάσω κάνα ράντομ δώρο από αυτά που μου φέρανε στα γενέθλια.

- Που βγήκατε την Κυριακή;
- Σε ένα ράντομ μπαράκι, πλατεία Καρύτση. Ξέρεις μωρέ, ένα από αυτά τα μικρά, ούτε που θυμάμαι πως το λέγανε.

- Ωχ, έρχεται ο διοικητής. Σβήσε το τσιγάρο και βρες μια ράντομ δικαιολογία μη φάμε καμιά καμπάνα.

Πιστόλιον FB Radom Vis Mod 35, πολωνικῆς κατασκευῆς καὶ προελεύσεως (από aias.ath, 17/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη random. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις που συμβαίνει ό,τι νά 'ναι ή, εναλλακτικά, όταν κάποιος ισχυρίζεται ότι κατέχει μια γνώση αλλά κατά βάθος πετάει μαλακίες...

- Φίλε να ξέρεις ότι το βόρειο σέλας οφείλεται στον ηλιακό άνεμο!
- ...Ράντομ σάιενς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιστατικά που λαμβάνουν χώρα σε τυχαία, μη-τακτά και μη περιοδικά διαστήματα. Η εμφάνισή τους μπορεί να αναλυθεί μόνο από πολύπλοκα στοχαστικά μοντέλα.

- Λες να φέρει κανα ράντομ γκομενάκι ο Τεό;
- Μπα, πάλι αρχιδίλα μας βλέπω.

(από xalikoutis, 01/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified