αβάντα < ιταλική avanti, εμπρός, ή τουρκική avanta < ιταλική avanto κέρδος, (σύγχρονο: avanzo): όφελος, επιλήψιμο, αθέμιτο κέρδος ή -συνήθως με κακή έννοια- υποστήριξη
Έχει αβάντα τον βουλευτή.
Επίσης το έχω ακούσει να χρησιμοποιείται ως πλεονέκτημα.
Θα ξεκινήσω να διαβάζω από τώρα να έχω αβάντα χρόνου.