αβάντα < ιταλική avanti, εμπρός, ή τουρκική avanta < ιταλική avanto κέρδος, (σύγχρονο: avanzo): όφελος, επιλήψιμο, αθέμιτο κέρδος ή -συνήθως με κακή έννοια- υποστήριξη

Έχει αβάντα τον βουλευτή.

Επίσης το έχω ακούσει να χρησιμοποιείται ως πλεονέκτημα.

Θα ξεκινήσω να διαβάζω από τώρα να έχω αβάντα χρόνου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποστήριξη σε κάποιον για συγκεκριμένο θέμα, συνήθως αθόρυβα αλλά με ικανά αποτελέσματα.
Εκ του λατινογενούς «advantage».

- Τελικά την έριξες τη Μαρία ρε;
- Μπααα. Αφού ρε ο κολλητός της, έκανε αβάντα στον Χρήστο. Οπότε την έφαγε ο Χρήστος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος περπατήματος / συμπεριφοράς, πάει σεφταλίδικα, ανοιχτοχέρικα, πολύ φίνα, μάγκικη διάλεκτος συνήθως.

Συμβουλή αρουραίου της πιάτσας: «Μάγκα περπάτα με αβάντα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified