Ρακλό σημαίνει: «Το Ελληνάκι» στα γύφτικα (τσιγγάνικα για ευγένεια). Χρησιμοποιείται για να τονίσουν την ελληνική καταγωγή κάποιου, αν και τις περισσότερες φορές υποτιμητικά.
-Τι ντικές το ρακλό; Περνά ζωή και κότα!
Got a better definition? Add it!
Published 2011-12-24 11:50:25+00:00 Last modified 2015-05-24 19:47:32+00:00
Το αγόρι στα γιούφτικα (Ρομανί), άλλως: τσαβό.
Υπάρχει και ι ρακλί, το κορίτσι. Πληθυντικός για όλα: ε ρακλέ.
- Σο κερές, ρακλό; - Ρακλί είμαι ρε μπουλιάκο, σε μπερδεύει το μουστάκι.
Published 2010-04-17 16:55:20+00:00 Last modified 2010-04-18 08:15:46+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.