Μια κι έξω, μπιγκ, τσακ-μπαμ, σε ντετέ.

παλιότερο: μπαμ-μπαμ (=τσάκα-τσάκα)

νεότερο: στο μπαμ

επιτακτικό: στο μπαμ-μπαμ.

~~~~~

Επίσης η λέξη μπαμ δηλώνει και ρυθμό: την θέση, όχι την άρση και είναι αντίστοιχη του «ταμ».

  1. Στο μπαμ τριαδα... Καλησπέρα παικταράδες μου, Μια γρήγορη τριαδούλα για σήμερα γιατί μείναμε πίσω λόγο φόρτου εργασίας και υποχρεώσεων

  2. Έλα ρε Βαγγέλη να το φτιάξουμε εδώ μπαμ-μπαμ, να τελειώνει!

  3. Σχετικα λιγη ωρα κρατησε η τελετη ορκωμοσιας για την αναληψη της προεδριας της Αμερικης απο τον Μπαρακ Ο-μπαμ. Εγινε στο μπαμ-μπαμ.

  4. Τι κοινό έχει μία βόμβα, ένα τυρί και το 'ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας';- Μπαμ τύρι τύρι τύρι...

Got a better definition? Add it!

Published

Μοτοσυκλετιστικός όρος. Αφορά τις επιδόσεις δίχρονων, ως επί το πλείστoν, κινητήρων, που δεν έχουν ομαλή κατανομή ισχύος και η υψηλή τους ιποδύναμη εμφανίζεται απότομα σε κάποιες στροφές του κινητήρα.

Ο «εξευγενισμός» και περιορισμός στα μικρά κυβικά των δίχρονων κινητήρων τείνει να εξαφανίσει τον όρο από το λεξιλόγιο των μηχανοχρηστών.

  1. – Το RD* έχει φοβερό μπαμ. Όταν πιάσει τις στροφές του δεν κρατιέται με τίποτα!

*(παλαιό δίχρονο της Yamaha, 350cc)

  1. – Αυτό το μηχανάκι δεν το πάω. Όσο και να το γκαζώσεις, δεν έχει μπαμ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που είναι εμφανέστατο, το πολύ φανερό, που «κραυγάζει» από μακριά, που δεν περνά απαρατήρητο, που θα το δεις θες δε θες.

-Α πόψε κάνεις μπαμ! (λαϊκό τραγούδι)

- Θα φορέσω το κόκκινο φόρεμα που κάνει μπαμ!

- Δεν είδες την ταμπέλα; Μπαμ κάνει από μακριά!

- Ο τύπος κάνει μπαμ πως είναι ηλίθιος...

Βλ. και κάνω μπαμ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified