Εξελίσσομαι, προχωράω, βαίνω καλώς.

Σε αυτή τη σημασία, το ρήμα χρησιμοποιείται κυρίως στο γ΄ ενικό («τσουλάει») και διαδόθηκε ιδίως μετά το Λαβ Σόρρυ, όπου ο Σάκης ο Υδραυλικός (ναι, το είδος Saces hydraulicus brutalis) έλεγε τη γνωστή φράση: «άσ' το, τσουλάει», τ.έ. ας μην τα χαλάσουμε τώρα, αφού η σχέση μας προχωράει προς το θετικό. Χρησιμοποιείται συχνά στα πλάισια της ευρύτερης έκφρασης «τσουλάει το πράμα», με όμοια σημασία.

- Τελικά, πώς τα πας με τη Ρίκα;
- Δεν έχω παράπονο, τσουλάει (το πράμα).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω γρήγορα και αποφασιστικά. Την κάνω. Παίρνω τον (μ)πούλο.

  1. - Δεν έχει θέμα το κωλομάγαζο.
    - Ναι, δεν τσουλάμε slowly-slowly;

  2. - Μάνα, σήμερα θέλω να φέρω γκόμενα στο σπίτι, οπότε το βράδυ βάλε ρόδες και τσούλα.
    - Επιτέλους γιόκα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified