Το σημαντικό κυρίως μέρος μιας διαδικασίας, το κλου ή η σημαντική πληροφορία που μέχρι να φτάσουμε σε αυτήν χρειάζεται μια εισαγωγή. Πρόκειται για μεταφορά από τραπέζια, λ.χ. εορταστικά τραπέζια, την Τσικνοπέμπτη ή το Πάσχα όπου αργεί να σουβλιστεί το αρνί, και μέχρι τότε τρώμε διάφορα ορεκτικά, αλλά ο κόσμος αδημονεί να φτάσουμε στο ψητό. Η έκφραση είναι συνήθως μπαίνω στο ψητό και συχνά το λέμε σε κάποιον που μέχρι να φτάσει στο σημαντικό θέμα της συζήτησης ή της υπόθεσης χρονοτριβεί με κορδελάκια και τσιριτσάντζουλες.

Πάσα (Δ.Π.): Galadriel.

Μπορώ να πω ότι γάμησε στεγνά. όπως έγραψε και ο συνχιπχοπας, πολύ καλή ατμόσφαιρα και χιούμορ, η δράση για μένα άργησε λίγο να αξιοποιήσει τις δυνατότητες των 3D καθώς μέχρι να μπει στο ψητό η ταινία περνάει λίγος χρόνος. (Εδώ).

Σύνθεση της Καλυψούς Λάρα (από Khan, 20/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ψητό λέμε τον μπάφο, γιατί όταν σκάει μυρίζει σαν μπριζόλα. Όταν σου πει κάποιος «πάμε για τίποτα ψητά», είναι συνθηματικό να πάτε για μπάφο.

— Τι θα κάνεις πιο αργά; Έχω κάτι ψητά σπίτι και λέω να τα δοκιμάσω.
Μέσα.

Δες και μπριζολάτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified