Ο μπουνταλάς, ο βλάκας, ο ηλίθιος, ο άχρηστος (Γιαννιώτικα).
Μπανταλομάρα: η ηλιθιότητα, πιθανότατα από το μπανταλός.
Α, ωρέ, όλο μπανταλομάρες λες!
Εντελώς μπανταλό το παπούτσι που ψώνισες.
Got a better definition? Add it!
Published 2010-10-25 18:51:55+00:00 Last modified 2015-05-24 14:23:45+00:00
I forgot my password!
Choosing "Register" below you agree to the Terms & Conditions and the Privacy Policy.