Το αιδοίον, κοινώς μουνί, αλλά και η γυναίκα.

Σύνθετη λέξη από τη «ψωλή» (πέος) και το «άραγμα», παράγωγο του ρήματος αράζω: ελλιμενίζομαι, πιάνω λιμάνι.

Πέραν της προφανούς μεταφορικής, θαλασσοβρεγμένης και παραστατικής χρήσης του, ο όρος χρησιμοποιείται και από τους κίναιδους (κοινώς πούστηδοι), για να χαρακτηρίσει περιπαικτικά, ειρωνικά, απαξιωτικά τον διαβόητο ανταγωνιστή, θανάσιμο εχθρό και αντίπαλο δέος του πρωκτού (κωλοτρυπίδας).

Συνώνυμα: ψωλοπάρκινγκ, μουτζό κλπ.

- Καλέ Πάολα, το είδαμε πάλι το τεκνό σου μ' εκείνο το ψωλάραγμα.

ΑΡΑΓΜΕΝΑ ΨΩΛΑΡΑΓΜΑΤΑ (από iwn, 10/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified