Έγινε πουτάνα, πρόστυχη, του δρόμου, του πεζοδρομίου, τσούλα, πόρνη, άσεμνη, κλπ.
Από το τούρκικο meydan = πλατεία.
Συνώνυμα: βγήκε στο κλαρί, κάνει πεζοδρόμιο.
- Έμαθα ότι η κόρη της Αννούλας δουλεύει σε οίκο ανοχής.
- Α, έχει καιρό που βγήκε στο μεϊντάνι. Από τότε που 'μπλεξε με 'κείνον τον αγαπητικό κάτω απ' τ' αυλάκι.