Το μέρος που είναι γεμάτο άντρες.

- Λες να πάμε για ποτό σε εκείνο το ροκάδικο; - Όχι ρε, εκεί είναι πάντα αρχιδόκαμπος, πάμε σε κανένα κλαμπάκι να δούμε κανένα γκομενάκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το περίνεο ή αρχιδακούμπι ως αρχιδο-champ de bataille, αρχιδο-πεδίον της δόξης λαμπρόν. Στο δίχτυ διατυπώνεται και η άποψη ότι στον σχηματισμό του όρου επέδρασε και το τοπωνύμιο Αχλαδόκαμπος στην Πελοπόννjησο.

Το υγρό μουνάκι της με δέχθηκε σαν μια ζεστή φωλίτσα ενώ τα αρχίδια μου στήσανε τρελό γλέντι στον ένδοξο αρχιδόκαμπό της.

... (από MXΣ, 23/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified