Επίπλαστος, ψεύτικος, υποκριτικός.

Μη βλέπεις που κάνει πως ενδιαφέρεται για τα κοινά. Είναι ένας βαμμένος αυτός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο το οποίο υποστηρίζει φανατικά ή είναι εθισμένο ψυχικά ή και οργανικά με μια κατάσταση, μια έννοια, ή ένα σύνολο.

Τόσο πολύ είναι φανατισμένο ή εθισμένο που αν η πεποίθησή του αυτή κυκλοφορούσε σε χρώμα δε θα το 'χε σε τίποτα να μπογιατιστεί με αυτήν.

Συνώνυμα: πωρωμένος, κολλημένος κ.α..

  1. - Και τι ομάδα είσαι του λόγου σου;
    - ΠΑΟΚ. Βαμμένος.

  2. - Καλά ρε πόσα εκατομμύρια (σ.σ.: δραχμές) έχασε ο Τάκης στα χαρτιά;
    - Και πόσα θα χάσει ακόμα δε λες; Βαμμένος τζογαδόρος βλέπεις.
    - Ναι, αλλά πόσα έχασε;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified