Οπαδός της νεοσμυρνιώτικης ομάδας Πανιώνιος. Το φαν κλαμπ του Πανιωνίου λέγεται panthers club, εξ ου και ο μειωτικός αυτός χαρακτηρισμός, ο οποίος χρησιμοποιείται από τους αντιπάλους.

- Πανιωνάρα, ομαδάρααααα!
- Τί λένε ρε τα γατάκια; Τρία δεν άρπαξαν την τελευταία φορά που παίξαμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τον όρο αυτό προσφωνούμε χιουμοριστικά όποιον θεωρούμε ότι είναι άτομο χαμηλής αξίας (κάτι αντίστοιχο με τα γατάκια δηλαδή που τα πιάνεις έτσι όπως είναι μικρά και τα κάνεις ό,τι θέλεις).

Ενίοτε το λέμε και σε κανένα νέτο που θεωρεί ότι έχει άποψη ή προσπαθεί να μας πάρει τον αέρα, με την έννοια του ότι έχουμε το πάνω χέρι.

Το πρωτοχρησιμοποίησε ο Παναγιώτης Ψωμιάδης και το καθιέρωσε το Ραδιο Αρβύλα.

  1. Άραξε ρε γατάκι που θα μας μάθεις τη Σαλόνικα. Κλάιν τώρα, μια φορά έχεις ανέβει για να βγάλεις φωτο στο Λευκό Πύργο και κάτι έγινε.

  2. - Ρε μωρό πάλι γήπεδο θα πάτε σήμερα; Πιο σημαντικός είναι ο αγώνας του Champions League από μένα;
    - Άσε ρε γατάκι τώρα, που έμαθες και το Champions League. Μια νίκη θέλουμε για να περάσουμε κι όλη η Ελλάδα είναι στο πόδι. Μιλάμε tomorrow.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοντόσωμος ποδοσφαιριστής με ευκινησία αλλά και αδυναμία στις σωματικές μονομαχίες.

Αγαπητός ορισμός παίκτης κατά τον Αλέφα, με πρώτη γνωστή αναφορά στον Τόγια της Προοδευτικής.

Πού να αντέξει τώρα ο Πάντος, το γατάκι, στον αράπη... Τον έκανε γιογιό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά το αιδοίο, που, όπως το συμπαθές ζωάκι, αρέσκεται στα χάδια και τα παιχνίδια.

- Καλέ βγάλε το χέρι σου απο τη φούστα! - Αφού είμαστε στο σινεμά ποιος θα μας δει; Άσε με να χαϊδέψω λίγο το γατάκι!

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified