Ο ασχολούμενος κατά κόρον με την χειρωνακτική επεξεργασία του πετσακίου του (βλ. ματώνω το πετσάκι μου).

Λαμβάνει τακτικότατα μέρος εις τους αγώνας του πετσάθλου. Οι αγώνες διεξάγονται κατ' έτος εις την περιοχήν του Πετσόβου (γνωστήν από τας μάχας που διεξήχθησαν κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, αλλά κυρίως δια τον τυρόν «Πετσοβόνε» τον παραγόμενον από τους αθλητάς του πετσάθλου, τον αποκαλούμενον και «τυρόν του πέους». (Σχετικώς βλέπε λήμματα:ούρδα, τυρί, αλμυρόπουτσα, μυτζήθρα, φετέισον).

Μέγας βυρσοδέψης ο Σαράντης! Του 'δωσ' ο Αλλάχ ένα πετσάκι κι αυτός άνοιξε ταμπαχανέ*! (παλιά Τουρκική παροιμία)

* ταμπαχανές (τουρκ. tabakhane): βυρσοδεψείο. Ο όρος συναντάται ως τοπωνύμιο σε διάφορα μέρη της Ελλάδας: η Ταμπάχνα στη Λειβαδιά, τα Ταμπάχανα στην Πάτρα, αλλά και ως χαρακτηρισμός παραδοσιακών τραγουδιών της Κρήτης. Τα «Ταμπαχανιώτικα», όπως είναι γνωστά, είναι αστικά τραγούδια της Κρήτης που βρίσκονται ανάμεσα στην δημοτική μουσική και στο ρεμπέτικο (υπό την ευρύτερη έννοια).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που επεξεργάζεται το πετσί του, δηλαδή που αυνανίζεται. (Δες).

Από όταν χώρισε, έχει γίνει βυρσοδέψης από το πολύ ξεπέτσιασμα.

Got a better definition? Add it!

Published