Το ευμέγεθες πούρο, στην μπρουτάλ αργκό των Ελλήνων πουρο-aficionados.

Από το φισέκι > Τουρκ. fişek (αντιδάνειο εκ του φυσίγγιο).

- Λίλιαν, είσαι να κτυπήσουμε ένα φουσέκι totalmente a mano;
- Γκρρρ, το έπιασα το υπονοούμενο...
- Σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που απαντάται κυρίως στις δυτικές συνοικίες Θεσσαλονίκης για τον ολοστρόγγυλο, πεταχτό, σφιχτό γυναικείο κώλο.

- Μαλάκα 3 η ώρα! Τώρα! Τώρα!
- Πώπο μαλάκα φουσεκάκιτο μωροοοοοο!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified