Χαρακτηρισμός της κοπέλας που τηλεφωνεί στα στρατόπεδα και φλυαρεί με τους φαντάρους.
Α! Χθες ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η νύχτα! Πήρε μια πατσούρα και πατσούριζα όλο το βράδυ!
Χαρακτηρισμός της κοπέλας που τηλεφωνεί στα στρατόπεδα και φλυαρεί με τους φαντάρους.
Α! Χθες ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η νύχτα! Πήρε μια πατσούρα και πατσούριζα όλο το βράδυ!
Got a better definition? Add it!
Είναι μεν η πολύ άσχημη γυναίκα αλλά υπονοείται πως γι' αυτό φταίει η ηλικία.
Συνήθως μια πατσούρα είναι πολύ βαμμένη (μακιγιαρισμένη).
Ακούγεται και το αντίστοιχο ρήμα εννοείται πιο συχνά στο γ' ενικό: πατσούριασε.
- Πώς πατσούριασε, ρε πούστη μου, αυτή η Ρίτα!!
- Είδες; Δε βρήκε να μοιάσει τη μάνα της. Μούναρος μέχρι τη σύνταξη!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified