Μοτοσικλετιστική αργκό. Αρχικώς συναντώμενο ως «έκανε μπραφ», αναφερόμενο σε μοτοσακό το οποίο αιφνιδίως παρέδωσε το πνεύμα.

Έλκει την καταγωγή εκ της Εγγλέζικης μοτοβιομηχανίας Brough Superior (η οποία κακοδιαβάστηκε μπραφ αντί του ορθού μπράου) η οποία κατεσκεύασε και την ευπώλητη μοτοσικλέτα Matchless (Μάτσουλες όπως ονομαζόταν παρ' ημίν) που «πρωταγωνιστεί» και στο βιβλίο του Ν. Νικολαΐδη «Οργισμένος Βαλκάνιος».

Έκτοτε το μπραφ απέκτησε και τις σημασίες οι οποίες απαντώνται στα άλλα λήμματα.

— Γιατί είσαι ποδαράτος ρε Βάγγο; Πάει το μοτόρι;
— Άσε ρε φίλε, με 100 πατημένος στην παραλιακή κι έκανε μπραφ έτσι στα ξαφνικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της ήδη καταχωρημένης σημασίας, η λέξη χρησιμοποιείται για την πληρωμή ή είσπραξη της απολύτου μετρητοίς, την καταβολή ενός σημαντικού χρηματικού ποσού σε ρευστό που, ως ενέργεια, προκαλεί μια κάποια εντύπωση.

- Το ερώτημα είναι: πώς λέμε σε τέτοια επιχείρηση ότι του ανεβάζουμε το σπρέντ;
- Δεν το ανεβάζουμε φίλε. Απλά. Στην άλλη τράπεζα που πήγαμε να του το ανεβάσουμε, έφερε την άλλη μέρα μπραφ τέσσερα εκατομμύρια και ξόφλησε τα πάντα. Το ζήτημα μ' αυτούς είναι να μην τους κατεβάσεις τα βρακιά σου από την αρχή. Μετά δεν έχει πισωγύρισμα.

Δες και ντούκου, ντάγκα ντάγκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξαφνικό συμβάν, ξαφνική κίνηση.

Εκεί που όλοι κοιτάγανε σαν χάνοι και κανένας δεν έκανε τίποτα, έσκασε ο Γιάννης μ' ένα μπραφ και καθάρισε για όλους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified