Οβελιστήρια με αμφιβόλου ποιότητας γύρο, τύπου ένας τρώει, δυο πεθαίνουν (είδα ότι δεν διατίθεται ορισμός για αυτόν τον μπαμπαδισμό)

  1. - Μαλάκα πάλι αίμα με πήγε
    - Αφού πάλι τον γύρο του θανάτου έφαγες χτες, τι ήθελες;

  2. - Έχεις κάνει τον γύρο του θανάτου με κατσίκα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγκεκριμένα, η μέθοδος του πούστη.

Εν τω στρατεύματι, μέθοδος υπολογισμού απόστασης βολών όλμων, ελλείψει χάρτου, ή παρατηρητού.

Το εγχειρίδιο εκπαίδευσης προκρίνει την μέθοδο του δικράνου (ρίψις μέγιστης εκτιμώμενης βολής, ρίψις ελάχιστης και διαμοιρασμός της απόστασης μεταξύ τους), αλλά ο καραβανάς εκπαιδευτής την απέρριψε ως άχρηστη και προέκρινε τη μέθοδο του πούστη ως ασφαλέστερη.

- Kύριε Λοχαγέ, τι γέμιση να βάλουμε στο βλήμα, δεν ξέρουμε απόσταση από το στόχο, δεν έχουμε χάρτη και οι ασύρματοι δεν δούλεψαν ποτέ. Να χρησιμοποιήσουμε μέθοδο δικράνου;

- Kαλά μαλάκας είσαι ρε ψάρι; Θα χρησιμοποιήσουμε τη μέθοδο του πούστη!

- Δηλαδή;

- Tου πούστη, δεν θα είναι 3000 μέτρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοτοσικλετιστική αργκό. Αρχικώς συναντώμενο ως «έκανε μπραφ», αναφερόμενο σε μοτοσακό το οποίο αιφνιδίως παρέδωσε το πνεύμα.

Έλκει την καταγωγή εκ της Εγγλέζικης μοτοβιομηχανίας Brough Superior (η οποία κακοδιαβάστηκε μπραφ αντί του ορθού μπράου) η οποία κατεσκεύασε και την ευπώλητη μοτοσικλέτα Matchless (Μάτσουλες όπως ονομαζόταν παρ' ημίν) που «πρωταγωνιστεί» και στο βιβλίο του Ν. Νικολαΐδη «Οργισμένος Βαλκάνιος».

Έκτοτε το μπραφ απέκτησε και τις σημασίες οι οποίες απαντώνται στα άλλα λήμματα.

— Γιατί είσαι ποδαράτος ρε Βάγγο; Πάει το μοτόρι;
— Άσε ρε φίλε, με 100 πατημένος στην παραλιακή κι έκανε μπραφ έτσι στα ξαφνικά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή έχω Λένειν. Χρησιμοποιήθηκε για να εκφράσει την ευγλωττία που επεδείκνυαν οι ομιλητές στις φοιτητικές συνελεύσεις του '70.

Ρε μαλάκα μια ώρα μιλάει ο Κνίτης και δεν έχω καταλάβει τι λέει. Υπέρ ή κατά της κατάληψης είναι;
— Ούτε εγώ κατάλαβα. Αλλά έχει ένα λένιν, όπως και να το κάνουμε.

Σύγκρινε: μπουρδολόγος, παπαρολόγος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται κυρίως στο θηλυκό γένος και αναφέρεται σε γυναίκα που περνά τα -συνήθως χαμηλά- στάνταρ του ανδρός.

- Η Μαρία θα φέρει και μια φίλη της το βράδυ.
- Καλή;
- Αξιαγάμητη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι θαμώνες της πλατείας Ν. Σμύρνης και συνεκδοχικά οι φίλαθλοι του Πανιωνίου -κυρίως οι μπασκετικοί- που συχνάζουν σε αυτήν.

Οι «Πάνθηρες» και οι λοιποί Πλαταιείς είχαν ανοίξει πόλεμο με τον Μπέο (από την ιστοσελίδα του sportime).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαντάται και στον ενικό αριθμό το σώτο, όπως και με όμικρον, το σότο.

Συνήθως αφορά πληροφορία που διαρρέει για να την πατήσουν οι αδαείς ή οι εύπιστοι.

Έλκει την καταγωγή από την αργκό του ιπποδρόμου στον οποίο αφθονούν οι «σοτάκηδες», οι οποίοι όχι μόνο ξέρουν, αλλά και λένε, το άχαστο άλογο. Όσοι παίξουν «τρώνε το σότο».

Πιθανότατα προέρχεται από την ιταλική φράση «sotto voce» που σημαίνει «χαμηλόφωνα».

- Ρε συ, ο Θανάσης λέει να αγοράσουμε «Βαρδασιλάρη». Θα πάει 14 ευρώ.
- Αυτόν ακούς ρε; Αυτός είναι ο Αλβάρο ντε Σότο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified