Ο πετράς, αυτός που ασχολείται με την επεξεργασία λίθων, αλλά και ο μαστουρωμένος εκ του αγγλικού stoner. (Δες).

Όλοι πετρατζήδες ήταν μες στο Κάμελ.

Got a better definition? Add it!

Published