Ντοπιολαλιά του θεσσαλικού κάμπου (Τρίκαλα, Καρδίτσα κλπ). Βλάκας, βλακέντιος, ζουλάπι, βλακόμετρο, πυροβολημένος. Οι τρικαλινοί κράζουν ως γκαφάλια τους καρδιτσ(ι)ώτες και τανάπαλιν. Συνηθισμένες αβρότητες μεταξύ κοντοχωριανών.

- Μιλήσατε με το Γιωργάκη;
- Τι να σε πω ρε φιλλλαράκι, ο τύπος είναι ντιπ καταντίπ γκαφάλ(ι) μλάμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην περιοχή της Θεσσαλίας. Δηλώνει άτομο συνήθως χαμηλής μόρφωσης και καλλιέργειας, με παρουσιαστικό στα όρια της κακογουστιάς (μαλλιά & ντύσιμο) που σε παρέες διασκεδάζει κάνοντας φασαρία και ενοχλώντας τους διπλανούς του.

Στο μπαρ χθες το βράδυ ήταν ωραία, μέχρι που πλάκωσαν κάποια γκαφάλια και την πέφτανε στις σερβιτόρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified