Άνθρωπας ή και άθρωπας, μορτικώ τω τρόπω, άνθρωπος.

Επίσης: άνθρωπας, άθρωπας.

– Θα σου κάνω κονέ μ' εκείνη την ξανθιά στη γωνία. Της δίνεις το τηλέφωνο, έρχεται σπίτι σου, κι από κει και πέρα δικό σου θέμα.
– Σε παρακαλώ ρε Πετράν. Πάνω απ' όλα είμαι άνθρωπας. Τη φουκαριάρα τη γυναίκα μου σκέφτομαι.
– Τι ρε, μη σας πιάσει στα πράσα;
– Όχι ρε, μη βρεθούν παλιές φιλενάδες. Αφού ξέρεις. Η γυναίκα η δικιά μου έχει περάσει από όλα τα μπουρδέλα Αθηνών και πάσης Ελλάδος...

Δες και ανθρωπίνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελάχιστα μειωτικό συνώνυμο του «άνθρωπος». Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον σε λαϊκό context και κυρίως σε διηγήσεις ευτράπελων, δυσάρεστων και ταλαιπωρητικών ιστοριών της καθημερινότητας.

Επίσης: άνθρωπας, άθρωπας.

3 ώρες έκανα να πάω με το αυτοκίνητο από την Κολιάτσου στην Αμερικής. Τι τραβάω ο άθρωπας!

ή

Μία φορά έβαλα τρούπια κάλτσα και έτυχε να μου ζητήσουν στο αεροδρόμιο να βγάλω τα παπούτσια μου. Ρεζίλι έγινα πάλι ο άθρωπας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης άνθρωπος, που χρησιμοποιείται με κοσμητική διάθεση.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και για να περιγράψει μεγαλόσωμους άνδρες...

Προφέρεται και με τους δύο τονισμούς αλλά και ως σκέτο «αθρώπας - άνθρωπας»

Επίσης: άνθρωπας, άθρωπας.

  1. - Τι είπα πάλι ο άνθρωπας! Δοξάστε με...

  2. - Και βλέπω έναν ανθρώπα τρία μέτρα...

  3. - Άμα έχεις όρεξη ρε ανθρώπα, μεγαλουργείς!

Δες και αθρώπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified