Γειάαα, ξύπνα, έι, ξεκόλλα, πας καλά; κλπ. Όπως οι αμερικλάνοι λένε ειρωνικά: χαλόου! Επιφώνημα αφύπνισης.

- Κούκου!! Πού πας; Δεν στρίβει από κει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. κάνω κούκου: ερεθίζω, ενδιαφέρω (συνήθως σεξουαλικά ή ερωτικά).

  2. Φευγάτος, τρελαμένος. Συνώνυμα: γεια σου, γκάου, τζαζ, τσίου, φεύγα.

Οι καθηγητές που είχα σε όλα τα θετικά μαθήματα, δεν μου έκαναν κούκου και οι ίδιοι ήταν και πολύ κούκου. (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έκφραση «κούκου» την χρησιμοποιούμε για να προσδιορίσουμε την ικανότητα, ή μη, στύσης ενός άντρα... Συνήθως την χρησιμοποιούμε με την αρνητική της έννοια...

- Άσε, ο Νίκος έχει πρόβλημα. Δεν του κάνει «κούκου» τώρα τελευταία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified