Γειάαα, ξύπνα, έι, ξεκόλλα, πας καλά; κλπ. Όπως οι αμερικλάνοι λένε ειρωνικά: χαλόου! Επιφώνημα αφύπνισης.
- Κούκου!! Πού πας; Δεν στρίβει από κει...
Γειάαα, ξύπνα, έι, ξεκόλλα, πας καλά; κλπ. Όπως οι αμερικλάνοι λένε ειρωνικά: χαλόου! Επιφώνημα αφύπνισης.
- Κούκου!! Πού πας; Δεν στρίβει από κει...
Got a better definition? Add it!
κάνω κούκου: ερεθίζω, ενδιαφέρω (συνήθως σεξουαλικά ή ερωτικά).
Φευγάτος, τρελαμένος. Συνώνυμα: γεια σου, γκάου, τζαζ, τσίου, φεύγα.
Οι καθηγητές που είχα σε όλα τα θετικά μαθήματα, δεν μου έκαναν κούκου και οι ίδιοι ήταν και πολύ κούκου. (από το διαδίκτυο)
Got a better definition? Add it!