Το γρήγορο γαμήσι, χωρίς προκαταρκτικά ή χάδια: κατ' ευθείαν στο ψητό!

- Άντε γαμήσου ρε Γιώργο! Ποια νομίζεις ότι είμαι και μπορείς να έρχεσαι στο σπίτι μου για μία ξεπέτα, όποτε σου καβλώσει;

Και μετά;  (από Galadriel, 22/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δουλειά που γίνεται διεκπεραιωτικά, στα γρήγορα, πρόχειρα, εκμεταλλευτικά και χωρίς ενοχές για όλα αυτά...

Πολύ ξεπέτα το report φίλε, φαίνεται, ξεπέτα έχει κάνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το sex της μιας βραδιάς
  2. Χαρακτηρισμός για μέτρια γυναίκα / μέτριο άντρα.
  1. - Έκανα χτες μια ξεπέτα...

  2. - Καλή η γκόμενα; - Μπα, μόνο για ξεπέτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified