Εκμεταλλευόμενοι δύο ιδιότητες του τσουναμιού (δηλαδή την ταχύτητά του και τη δυνατότητα να παρασέρνει τα πάντα στο διάβα του), δυνάμεθα να δώσουμε κι άλλον έναν ορισμό.

Ο όρος αυτός λοιπόν χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει τη θέληση του λέγοντος να φύγει όσο το δυνατόν γρηγορότερα από το μέρος στο οποίο βρίσκεται εκείνη τη στιγμή.

Ενδέχεται βέβαια να προέρχεται και από παραφθορά του ρήματος «τσουλάω».

  1. - Ρε μαλάκα, εδώ όσο πάει μεγαλώνει ο αρχιδόκαμπος. Κι ο ξεφτίλας ο Αλέκος, αντί να μας φτιάξει, έφερε δίπλα μας ένα τσούρμο καρφιά.
    - Όντως, τσουνάμι...

  2. - Πω ρε φίλε, το κλίμα στο site δεν μας σηκώνει πλέον.
    - Τσουνάμι φίλε.

  3. (Παρέα είναι μαζεμένη μετά το τέλος του σινεμά και επιδίδεται σε άχρηστη ανάλυση της ταινίας):
    - Μάγκες, ωραία τα λέμε, αλλά περνάει ένα τσουνάμι. Το παίρνουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιαπωνέζικη λέξη που αναφέρεται σε παλλιροϊκό κύμα του Ειρηνικού Ωκεανού.

Το πιο γνωστό ήταν το Τσουνάμι του Δεκεμβρίου του 2005 που σάρωσε τη ΝΑ Ασία, και απο τότε μπήκε στο δημοσιογραφικό λεξιλόγιο.

Αναφέρεται συνήθως σε αλλεπάλληλα κύματα, σε μπαράζ

Τσουνάμι ανατιμήσεων, τσουνάμι ακρίβειας, τσουνάμι εγκληματικότητας, τσουνάμι σκανδάλων κυρίες και κύριοι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified