Πατρινή έκφραση, που χρησιμοποιείται σε αντικατάσταση της λέξης «πούτσος». Χρησιμοποιείται ευρέως για όλες τις εννοιολογικές σημασίες της αντικαθιστώμενης λέξης.

  1. - Τι έγινε χτες με την Μαρία;
    - Super, της έριξα έναν μπέκο, θα της μείνει αξέχαστος!

  2. - Ρε, είναι καλή η γκόμενα που θες να μου γνωρίσεις, ή είναι για τον μπέκο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπέκος, σε λιγότερο λουμπενοκαγκούρικη εκδοχή γνωστός και ως μύτος, είναι η γραμμή που πρόκειται να σνιφάρεις από ναρκωτικά σε σκόνη πχ κόκα, σπιντ, μδ.

-Μαλάκα τράβηξα έναν μπέκο και τα δα όλα

Got a better definition? Add it!

Published