«Κάποτε αγόραζες οικόπεδο με τον λόγο τιμής. Σήμερα, άστα...».
Οι άνθρωποι αυτού του μυθικού κάποτε ελέγοντο λογοτιμήτες (προσοχή στον τόνο) και συνεννοούντο με χειραψίες. Αδερφή φυλή με τους παντελονάτους.

Ο όρος γνωρίζει revival -έχω την εντύπωση- σε ποδοσφαιροκουβέντες (δεν γνωρίζει πάντως revival το είδος).

  1. Ο πρόεδρος φίλε είναι παντελονάτος και λογοτιμήτης. Οι μανατζαραίοι τα έχουνε μπλέξει

  2. Aς ακούσουμε τα λόγια του [συγγραφέα Γ. Ιωάννου] από το διήγημα «O λογοτιμήτης». «...Tώρα σφάδαζε μπροστά μας και ξερνοβολούσε. Tοξικομανής, βέβαια, γι' αυτό και τόσο απελπισμένος. Το σχεδόν ολόγυμνο κορμί του ήταν εικονογραφημένο κατά τις καλύτερες παραδόσεις της φυλακής. Oυκ οίδασι ότι το σώμα ημών ναός του εν ημίν Aγίου Πνεύματός έστιν; Πώς μπόρεσε λοιπόν να χωρέσει και τόση βρωμιά; Kι όμως, απάνω σ' αυτά τα παθιασμένα σώματα ριζώνει ωσάν βασιλικός στην κοπριά ο Σταυρός του Xριστού»*. [από δω]

  • σημ. ο φυλακισμένος που είναι παντελονάτος και λογοτιμήτης συνιστά φυσικά την πεμπτουσία της έννοιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φυλακοσλάνγκ είναι ο κρατούμενος που έχει δώσει λόγο τιμής ότι δεν θα δραπετεύσει.

Η ζωή στις αγροτικές φυλακές είναι στα όρια της ημιελεύθερης διαβίωσης. Εκεί υπάρχει και ο θεσμός του "λογοτιμήτη", του κρατούμενου στο τελευταίο στάδιο της κράτησής του. Αυτοί έχουν δώσει τον λόγο της τιμής τους πως δεν θα δραπετεύσουν και για αυτό τους αφήνουν στα κελιά τους, που μοιάζουν με μικρά σπιτάκια στην ύπαιθρο, ξεκλείδωτα ακόμη και το βράδυ, με μια πολύ χαλαρή εποπτεία από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους της φυλακής. (Τάσος Θεοφίλου, Η φυλακή, Αντίποδες, Αθήνα 2025, σ. 30).

Got a better definition? Add it!

Published