Το υπερμέγεθες ανδρικό όργανο, χρησιμοποιείται κυρίως για την αποπομπή: «στην καραπουτσακλάρα μου» αντί για το «στ' αρχίδια μου», ή φράση παρόμοιας σημασίας.

-Νομίζω πως η Νταίζη δεν σε πολυσυμπαθεί ρε μαλάκα... Τι άρχισες τα φαλλοκρατικά σου;
-Στην καραπουτσακλάρα μου κι εμένα... Σιγά να μη μου λείψει από το μέτρο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιο έντονη λέξη για την πούτσα. Ιδίως στην παρακάτω φράση:

- Ρε συ, της μίλησες και αυτή σε έκλασε κανονικά!
- Ναι, στην καραπουτσακλάρα της!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ΕΤΥΜ. < καρα- (τουρκ. α' συνθ. kara- “μαύρη, μεγάλη”) + ποῦτσ(α) (ἀβεβ. ἐτύμου, ἴσως < ἀρχ. πόσθη “δέρμα ποὺ περιβάλλει τὸ πέος”, ἢ < ἰταλ. puzzo “δυσωδία”. Ὀλιγώτερο πιθ. < τουρκ. puç “σχισμὴ γλουτῶν”, ἢ < σλαβ. butsa “προεξοχή”) + -ακλ(α) (μεγεθ. ἐπίθημα θηλυκῶν οὐσιαστικῶν μὲ σκωπτικὴ σημασία) + -αρα (μεγεθ. ἐπίθημα θηλυκῶν οὐσιαστικῶν).

ΣΗΜΑΣ. ἀρχικὴ σημ. “πάρα πολὺ μεγάλη ποῦτσα”.

Συνήθ. στὴν φράσιν τῆς Ν. Ἑλληνικῆς “στὴν καραπουτσακλάρα μου”, δηλώνει πλήρη ἀδιαφορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified