Υποκοριστικό του MDMA, αγαπησιάρικο ναρκωτικό δημοφιλές μεταξύ των χίπιδων.

Γαμώ τα πάρτι!!! Μανταμίτσα παντού και ιδρωμένες αγκαλιές σε όλους. Πολύ αγάπη ρε φίλεεε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός μάγκικος τρόπος να αναφερθείς σε έναν ιδιαίτερο τύπο γυναίκας, που είναι μικρόσωμη, πρόσχαρη και μας εμπνέει θετικά συναισθήματα. Ο όρος έχει κάποια τρυφερότητα. Λέγεται και για ηλικιωμένη μικρόσωμη κυρία που την βλέπουμε με συμπάθεια.

Πήγα στη Δημόσια Υπηρεσία, μου τα πρήξανε όλοι, αλλά ευτυχώς ήτανε και μια μανταμίτσα που μου την έκανε την δουλειά.

Στην αρχή. (από Khan, 31/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published