Κοινώς, από το' να μπαίνει κι από τ' άλλο βγαίνει. Φράση αγανάκτησης, που την λέμε όταν τα λόγια μας πάνε εις μάτην. Συχνά απαντάται και σαν ''μπενάκης-βγενάκης'', λόγω προφανούς ηχητικής ομοιότητας του πρώτου μέρους της φράσης με το γνωστό επώνυμο. Ίσως δε αυτή να ήταν και η αφορμή για την προέλευσή της.

Συνώνυμα: Φωνή βοώντος.

Σου λέω μάλλιασε η γλώσσα μου.... Χαμπάρι ο κύριος, μπαινάκης-βγαινάκης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λόγος που, είτε τον πεις, είτε δεν τον πεις, όποιος τον ακούει το παίζει κουφός και τον αφήνει να πέσει κάτω. Μπαίνει από το ένα αφτί και βγαίνει από το άλλο.

Θα μπορούσε βέβαια να χρησιμοποιηθεί με μεγάλη παραστατικότητα και σε πουλιά που παίζουν με τα μύδια...

σου μιλάω τόση ώρα! με ακούς ή ότι λέω μπαινάκης και βγαινάκης;

(από pavleas, 09/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified