Σε πάω: Μου αρέσεις, σε γουστάρω. Γκρηκλιστί: I go you! Το «σας πάω» έγινε δημοφιλές από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Η συνήθης απάντηση ήταν: «Μας πάει, το θέμα είναι πού μας πάει...».

Σλανγκασίστ: acg.

-Καρφωτοί και τσίτα τα γκάζια για αεροδρόμιο, γιατί σε πάω, μου την δίνεις δικέ μου!
(Ταξιτζής προς πελάτη σε παλιά ελληνική ταινία).

(από Khan, 26/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάω με κάποιον/α σημαίνει συνουσιάζομαι, κάνω σεξ μαζί του/της. Ελλειπτικό στη διατύπωση (ολόκληρο θα ήταν κάτι σαν "πήγε μαζί του/της στο κρεβάτι να κάνει σεξ"), κλασικό και σχετικά άχρωμο ως προς τη φόρτιση, ούτε επίσημο, ούτε ιδιαίτερα σλανγκιάρικο.

Ότι έχει πάει με 4000 γυναίκες δήλωσε ο Γιάννης Σπαλιάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified