Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πολύ άσχημη γυναίκα ή μια εξίσου κακή κατάσταση.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πολύ άσχημη γυναίκα ή μια εξίσου κακή κατάσταση.
Got a better definition? Add it!
Για την έννοια μπάζο, σκόρτσα, μπαφόλα, φέτα και τα λοιπά ευγενή αθλήματα υπάρχει ήδη επαρκής ορισμός. Για την εδώ αναπτυσσόμενη έννοια υπάρχει απόπειρα, αλλά χρήζει εξελικτικής ανάλυσης. Πάμε λοιπόν.
Οριγκινάλε, η λέξη σημαίνει δέρμα. Το υποκοριστικό πετσούλα πάει συνήθως στο μεζέ του ψητού, αυτό που περισσεύει και επειδή μας χαλάει την αισθητική πρέπει να το φάμε αμέσως, κι ας μας καούν τα δάχτυλα. Το υποκοριστικό πετσάκι, όμως, παραπέμπει αποκλειστικά στο κομμάτι δέρματος που καλύπτει το πουτσοκέφαλο.
Σινεφίλ παρέκβασις, στο «ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές», πριν ο μπαμπάς την κάνει κάνουν περιτομή στο μικρό. Ανατριχιαστική σκηνή με το λεπίδι που το ακονίζουν, κόβεται το πετσάκι, και ο θεός παππούς λέει κάτι σαν «όταν μου έκαναν εμένα περιτομή, περίσσεψε αρκετό δέρμα για να κάνουν παλτό».
Επιστροφή στη γλωσσολογία, από το πετσάκι προκύπτει το ρήμα πετσώνω ίζολ γαμάω, σπρώχνω, μπήκω.
Και από κει πίσω πάλι, για να κλείσει αυτός ο καύλος κύκλος, η πέτσα, ως επιφώνημα, σημαίνει μας τον φορέσανε, πουστιά, προδοσία, παλληκάρια, μας ρίξανε στα σκατά, αλλά και αυτονομημένο ως συνεκδοχή για το πέος, πχ άραξε στην πέτσα σου και άλλα τέτοια.
Βλέπε και πετσάκιας.
Πάσα: χτεσινό μάθημα για υποκοριστικά στα ρώσσικα. Εκεί κι αν είναι χάος τα υποκοριστικά και οι χροιές στις έννοιες...
(ενώ μοιράζονται τα θέματα στο αμφιθέατρο)
- Πστ, πώς είναι τα θέματα;
- Πέτσα.
- Πώς πάει η δουλειά;
- Πέτσα...
(τύπος οδηγάει στα τέμπη, βλέπει το βράχο να έρχεται για φιλάκι)
- Πέτσα.
Δες ακόμη τσάκια.
Got a better definition? Add it!
Ατυχής κατάσταση, αντιξοότητα, το κακό, η μη επιθυμητή εξέλιξη. Συνώνυμο με τις λέξεις: μαλακία, γκέλα.
- Τι θα γίνει τελικά, θα πάμε αύριο για αντρικό ποτό;
- Άσε, έγινε πέτσα. Έχει γενέθλια μια φίλη της Δώρας και πρέπει να πάμε εκεί.
- Ου μωρή λούγκρα!
Got a better definition? Add it!
Λέξη που προσδιορίζει την για τον πούτσο γκόμενα, αναφέρεται για άσχημες γυναίκες, τόσο σε θέμα χαρακτήρα, αλλά κυρίως εμφανισιακά.
Συνώνυμο με τις λέξεις: πουτσομούρα, μπάζο, πατσαβούρα.
Ου μωρή πέτσα πάρε πούλο μη σε σαπακιάσω στο ξύλο!!!
Got a better definition? Add it!