Η κωλώστρα είναι ο δειλός , η κότα, ο κιοτής, αυτός που υπερηφανεύεται για να κάνει το κομμάτι του αλλά όταν έρθει η ώρα να αποδείξει τα λεγόμενά του και τις υποτιθέμενες ταρζανιές του, κωλώνει, κλάνει μέντες και γίνεται ρεντίκολο μπροστά σε όλους.

Περί της ορθογραφίας του λήμματος, αν και συναντάται και ως «κολόστρα», το σωστό είναι με ωμέγα εκ του κώλος, πισινός δηλαδή. Όταν γυρίζουμε τον πισινό μας στην πρόκληση, όταν δηλαδή την αποφεύγουμε και υποχωρούμε προκειμένου να μην εκτεθούμε στον παραμικρό κίνδυνο.

Οι κλασσικές κωλώστρες είναι πάντα πολυλογάδες, ψευτοπαλληκαράδες και νταήδες του γλυκού νερού.

Φιλοσοφική σχολή 2ο ετος εγω και τοτε μου αρεσε καποιος... Μεγαλη κωλόστρα εγω τοτε δεν εκανα κανενα βημα... Με λιγα λογια ο τυπος αγνοουσε την υπαρξη μου... Αποφασιζω λοιπον να του γνωστοποιησω οτι υπαρχω...
Το πρωι της αποφραδας εκεινης μερας στεκομαι μπροστα στην ντουλαπα μου και αποφασιζω να γινω μια Θεα... Επιλεγω ενα μαυρο κοντο φορεματακι (ηταν στη μοδα τοτε εκεινα τα μικροσκοπικα που στενευαν μεχρι τη μεση και ανοιγαν στο τελειωμα αερινα και προκλητικα κοντα...) Εχοντας απιστευτα σεξι διαθεση κανω τη μεγαλη πατατα να φορεσω απο κατω στριγκακι... Βαζω και το εντυπωσιακο πεδιλακι μου, χτενιζω τις παιχνιδιαρικες καταξανθες ανταυγιες μου, καμαρωνω στο καθρεφτη τα 48 (τοτε...) κιλακια μου, με φτυνω περιπαθως να μην με ματιαξω, αρωματιζομαι και φευγω. (το άφησα όλο το παράδειγμα από κάποιο φόρουμ γιατί είχε ενδιαφέρον)

κωλοστράρες (από perkins, 12/06/10)Λατινικη κολοστρα, για να μην (;) κωλωνεις! (από perkins, 14/06/10)

Επίσης η λέξη γράφεται και «κωλόστρα», βλ. παράδειγμα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Kωλώνω (ρήμα) Προέρχεται από το κώλος:

  • αναγκάζω κάποιον να γυρίσει πίσω, να οπισθοχωρήσει (αμτβ.)
  • οπισθοχωρώ με τα νώτα, πισωδρομώ, γυρίζω, επιστρέφω πίσω στο σημείο απ` όπου ξεκίνησα χωρίς να έχω φτάσει μέχρι το τέρμα,
  • μεταφορικά: έχω επιφυλάξεις, διστάζω, δεν έχω τόλμη, θάρρος, πρωτοβουλία να συνεχίσω και να τελειώσω κάτι που άρχισα
  • (ναυτ.) για ιστιοφόρα, πηγαίνω προς τα πίσω.

Κωλώστρα: Απαξιωτικός ή προκλητικός χαρακτηρισμός (βλ. παρακάτω). Βάσει των ανωτέρω, όποιος δεν έχει τα κότσια να ολοκληρώσει (καμιά φορά ούτε να ξεκινήσει καν) ένα εγχείρημα. Μπορεί να αναφέρεται στην ίδια μορφή τόσο σε θηλυκά όσο και σε αρσενικά, όπου στην δεύτερη περίπτωση έχει ακόμα περισσότερο υποτιμητική χροιά δεδομένου ότι, υπονοεί ανεπαίσθητα ότι, όχι μόνο φοβάται ο άλλος, αλλά ακόμα χειρότερα, φοβάται σαν γυναικούλα. Συναντάται επίσης και στο αρσενικό με την μορφή «o κωλώστρας».
Ο χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται:

  • απαξιωτικά ([πφφφ δεν έχεις τα κότσια είσαι για φτύσιμο)
  • προκλητικά (αν δεν κάνεις αυτό που λέω θα σε λέω κωλώστρα, σε λέω ήδη δηλαδή με σκοπό να σε μπριζώσω - σχετικό λήμμα Άμα βαστάει ο κώλος σου).

Αντίθετα: αυτός που έχει τα κότσια, αυτός που έχει τα αρχίδια, ο αρχιδάτος, η γκόμενα με αρχίδια, αυτός που βαστάει ο κώλος του. Κάποιοι δεν κωλώνουν ποτέ κι έτσι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν κωλώστρες εξ ορισμού: ο Φούντας, ο Μάκης, ο Τσακ Νόρις.

Τέλος, μερικές φορές χρειάζεται οξυδέρκεια για να ξεχωρίσεις σε μια συζήτηση ποιος από τους δύο συνομιλητές είναι η πραγματική κωλώστρα:

  • Ο χαρακτηριζόμενος ως κωλώστρα μπορεί να είναι απλά ρεαλιστής, ενώ ο θρασύς να είναι στην πραγματικότητα η κωλώστρα που θέλει να βάλει τον άλλο να βγάλει το φίδι από την τρύπα βάζοντάς τον στην μπρίζα.
  • Όταν μια κυρία προκαλεί έναν κύριο να την φιλήσει, δεν την φιλάει, τον αποκαλεί κωλώστρα, πιάνει το κόλπο, πάει να την φιλήσει και την ίδια ώρα η κυρία πέρδεται, σε αυτή την περίπτωση η κωλώστρα είναι αυτή.

Νομίζω μετά και το τελευταίο το εξάντλησα το θέμα. Ασίστ: sperminator2

Σχετικά λήμματα: κότα, κουραδομπαμπιλέας, χαντούμης, κλασομπανιέρα, γαμάει με τον κώλο, μαγκιά, κλανιά και κώλο φινιστρίνι, κλάνω πατάτες, κλάνω μέντες.

εδώ
- Τα αστεία έχουν όρια.
-'Ελα, μην είσαι κωλώστρα.

εδώ: -Όχι σε προκαλώ να απαντήσεις (κωλώστρα).
-Δεν είμαι κωλώστρα λέμε. Ορίστε μας! χμφφφφφφφφ......
-κωλώστρα, κωλώστρα, κωλώστρα, κωλώστρα

(από Galadriel, 08/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified