Η κωλώστρα είναι ο δειλός , η κότα, ο κιοτής, αυτός που υπερηφανεύεται για να κάνει το κομμάτι του αλλά όταν έρθει η ώρα να αποδείξει τα λεγόμενά του και τις υποτιθέμενες ταρζανιές του, κωλώνει, κλάνει μέντες και γίνεται ρεντίκολο μπροστά σε όλους.
Περί της ορθογραφίας του λήμματος, αν και συναντάται και ως «κολόστρα», το σωστό είναι με ωμέγα εκ του κώλος, πισινός δηλαδή. Όταν γυρίζουμε τον πισινό μας στην πρόκληση, όταν δηλαδή την αποφεύγουμε και υποχωρούμε προκειμένου να μην εκτεθούμε στον παραμικρό κίνδυνο.
Οι κλασσικές κωλώστρες είναι πάντα πολυλογάδες, ψευτοπαλληκαράδες και νταήδες του γλυκού νερού.
Φιλοσοφική σχολή 2ο ετος εγω και τοτε μου αρεσε καποιος... Μεγαλη κωλόστρα εγω τοτε δεν εκανα κανενα βημα... Με λιγα λογια ο τυπος αγνοουσε την υπαρξη μου... Αποφασιζω λοιπον να του γνωστοποιησω οτι υπαρχω...
Το πρωι της αποφραδας εκεινης μερας στεκομαι μπροστα στην ντουλαπα μου και αποφασιζω να γινω μια Θεα... Επιλεγω ενα μαυρο κοντο φορεματακι (ηταν στη μοδα τοτε εκεινα τα μικροσκοπικα που στενευαν μεχρι τη μεση και ανοιγαν στο τελειωμα αερινα και προκλητικα κοντα...) Εχοντας απιστευτα σεξι διαθεση κανω τη μεγαλη πατατα να φορεσω απο κατω στριγκακι... Βαζω και το εντυπωσιακο πεδιλακι μου, χτενιζω τις παιχνιδιαρικες καταξανθες ανταυγιες μου, καμαρωνω στο καθρεφτη τα 48 (τοτε...) κιλακια μου, με φτυνω περιπαθως να μην με ματιαξω, αρωματιζομαι και φευγω.
(το άφησα όλο το παράδειγμα από κάποιο φόρουμ γιατί είχε ενδιαφέρον)