Έχει παίξει και το πούτσες μπλε με γκρι κορδέλες, σ' ένα ενδυματολογικά κομιλφό στιλ μπλέιζερ, καθώς και το πούτσες μπλε με γκρι κορδέλες και μαύρα σφυροδρέπανα - το αυτόν αλλά με αριστερίζουσα απόκλιση.
Και όμως, η έκφραση έχει βάση. Καλώς το ήξερε ο φίλος του snakegr και καλώς ανέβηκε το λήμμα αν και θα έλεγα ότι ο ορισμός δεν είναι απολύτως σαφής.
Λοιπόν, η αναφορά είναι στον εθνικό ευεργέτη Ζώη Καπλάνη τον οποίον ενετόπισε ήδη η ironick. Πριν γίνει πλούσιος ήταν πάρα πολύ φτωχός, πλήν όμως τίμιος και εργατικός, και εκείνη η πρώτη φάση της ζωής του στην βιοπάλη αποτυπώθηκε σε ένα απίστευτο κείμενο που είχε περιληφθεί στο αναγνωστικό της Ε' Δημοτικού στα μέσα της δεκαετίας του '60, μετά την μεταρρύθμιση του Παπανούτσου. Δια του λόγου το αληθές δείτε εδώ, σελ. 160. Το κείμενο είναι και γαμώ τα δακρύβρεκτα και τύφλα νάχει ο Ξανθόπουλος και ωσεκτουτού ασφαλώς και είχε προκαλέσει την θυμηδία της μαθητιώσης νεολαίας. Με εκφράσεις όπως «νταξ, αυτός είναι/έγινε καπλάνης» και «άσε μας μωρέ με τον καπλάνη» οι αλήτρες εσάρκαζαν το καλό, φτωχό, δουλευτάρικο κλπ παιδί που γονείς και δάσκαλοι έφερναν μονίμως ως παράδειγμα και μας ζάλιζαν τ΄αρχίδια.
Μια από τις σανίδες της πρόσοψης έχει φύγει απ'τη θέση της.
15.000 ορισμοί.
Ο πελαργός. Μάλλον από το καλάμι + κανιά. Οι λίγες αναφορές που βρίσκω ονλάιν είναι από ρουμελιώτικα γλωσσάρια.
Εμβληματικό λήμμα. Σπεκ και στα μήδια.
@ aias Και τα δυο λέγονται αλλά το φινιστρίνι προηγείται, ας πούμε. Διότι είναι από το ιταλικό finestrini = παραθυράκια, πληθ. του finestrino = παραθυράκι, υποκοριστικό του finestra = παράθυρο.
Μεγάλο λήμμα.
Αυτό, όμως, τα είπε όλα.
η ολ-τάιμ κλάσικ καντίνα με την γεννήτρια να αγκομαχάει για να ακουστεί λίγο παραπάνω από το τρανζίστορ που παίζει το τελευταίο καψουροχίτ knasos
Έτσι, ο Κυριάκος. Και ο Γκόζης το διήγημα του εκεί το βάζει, μόνο που αλλάζει το όνομα του πατσατζή.
Θενξ, γιατρέ μου.
Δες και λιλιγκιά, λίλικας, λιλικιά.
Βούζα στη Χαλκιδική λένε την ίδια την κοιλιά - όχι απαραίτητα χοντρή. Και βουζούδα ή β'ζούδα είναι η κοιλίτσα. Αλλά βούζας και βούζαρ'ς είναι ο χοντρός, ο κοιλαράς.
Άμα μιλάνε βαρειά, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις αν λένε βυζαρού = με μεγάλα βυζιά ή βουζαρού = με μεγάλη κοιλιά. Άσε δε άμα μιλάνε για κάποια που είναι και τα δύο.
Σπεκ και στον Χότζα για την παραπομπή.
Πάρα πολύ ενδιαφέρον λήμμα και εξαιρετικός ορισμός!
Προσέχω στο παράδειγμα τη λέξη νισεστέ, η (;) που τώρα μαθαίνω ότι στα καλιαρντά σημαίνει κάλτσα. Σημειώνω ότι στην καθομιλουμένη, στην γλώσσα της κουζίνας ακριβέστερα, νισεστέ, το ή νισεστές, ο (από το τούρκικο nişasta) είναι γενικά το αμυλάλευρο και, συνηθεστέρα, το άνθος αραβοσίτου, το κορν φλάουρ. Είναι δυνατόν να υπάρχει σχέση;
Εξαιρετική χρήση της λέξης και παραστατικά τα παραδείγματα. Γάμησέ τα....
Τραγάνα, στην κυριολεξία της, είναι και το λεγόμενο λιβάδι της θάλασσας, βυθός με μάλλον αραιή και χαμηλή βλάστηση και ένα μείγμα από άμμο και ψιλή πέτρα, όχι δλδ λάσπη, όχι φυκιάδα. Ψαρότοπος. Πάνε και βοσκάνε.
Στα αγγλικά λέγονται kipper ties - όπου kipper η καπνιστή ρέγγα
Στος! Κολλάει και το γιαλαντζί μάγκας και το τζάμπα μάγκας.
Δεν την είχα ξανασυναντήσει τη λέξη. Πάντως, υπάρχει και το μάλλον παλιομοδίτικο κουνιότα που σημαίνει κάτι διαφορετικό.
Ανεβάζω φωτό των τριών εξαιρετικών για να μην νομίζουν οι νεότεροι ότι τα βγάζουμε από το μυαλό μας.
Και για να μην ξεχνούν οι παλαιότεροι ότι αυτοί και οι τρεις ήτανε στην ομάδα της Νιγηρίας που μας είχε εξηγήσει αλμυρό φυστίκι στο Μουντιάλ του '94.
Σχετικός, νομίζω, και ο χάνος.
[IMG]http://www.totallypimpedout.net/Graphics/Lets_Party/images/Champagne_Pop_002.gif[/img]
Να τα χιλιάσεις!
Σωστός και παραστατικός!
Κούρβα, κούρμπα είναι, βέβαια, η πουτάνα στις σλάβικες γλώσσες.
Γειά σου, ρε παίκτη! Καλώς ήρθες.
Την χρησιμοποίησε τη φράση (the beast with two backs) ο Σάιξπηρ στον Οθέλλο - την βάζει στο στόμα του Ιάγου. Την πατρότητα, πάντως, διεκδικεί ο Ραμπελέ στο Γαργαντούας και Πανταγρουέλ - ή, τουλάχιστον, έτσι αποδόθηκε στην Αγγλική μετάφραση, στα Γαλλικά δεν ξέρω πώς είναι.
Σωστός!
Δυνατό μήδι!
Τι να λέει...
Α, ναι, να μη το ξεχάσω.
Λούβα είναι η λέπρα. Λώβα είναι ο λόγιος τύπος.
Βεβαίως, karşı είναι απέναντι στα Τούρκικα και το λέμε στη Σαλονίκη και μάλιστα με την έννοια του ακριβώς απέναντι π.χ.
- Και πώς θα τον βρω αυτόν τον Κοσμά με τους καλό τον παστουρμά;
- Ρε συ, Βασιλέως Ηρακλείου, από Μοδιάνο καρσί.
Καρσιλαμάς είναι ο αντικρυστός χορός.
Τώρα το κάρσι δεν μου φαίνεται τούρκικο. Αντιθέτως, μου θυμίζει τη λέξη khazi (γράφεται επίσης και karzi, karzy, kharsie or carzey) που είναι βαριά εγγλέζικη σλανγκ, παρωχημένη γενικώς αλλά εν χρήσει στο Λίβερπουλ, και σημαίνει αποχωρητήριο, χέστρα. Μάλλον είναι λέξη που έφεραν οι φαντάροι από την Ινδία αν και υπάρχει και η άποψη ότι προέρχεται από το ιταλικό casa=σπίτι.
Ενδιαφέρουσα λέξη. Δεν νομίζω ότι σχετίζεται με τον φελλό αλλά με το φελί = μια μικρή φέτα ψωμιού, φρούτου.
Πολύ καλό.