Επίσης και τζα, με ζήτα, νο;
Μήπως κάποια συγγένεια με αυτά: αλεμάο και αλεμάο κάργα;
Γνωστό στα Αγγλικά και ως lunchbox. Περίφημο αυτό του Ολυμπιονίκη Λίνφορντ Κρίστι, βλ. φωτό.
Αυτό κοντά στον Έσπερο ήταν μια μικρή στενόμακρη αίθουσα στο υπόγειο. Ξεκίνησε ως ΣΙΝΕΑΚ και έπαιζε μόνον παιδικά - μικυμάου, άμποτκαικοστέλο, Τα Τέκνα του Πλοιάρχου Γκραντ κλπ. Σε μια φάση άλλαξε όνομα και έγινε ΣΙΝΕΕΠ, συνέχισε για λίγο τα παιδικά και μια δεδομένη στιγμή γουιδ δι ουαν και άνευ προειδοποίηση το γύρισε στην τσόντα. Σέβεντις αυτά.
Λέγεται και καραβίσιος. Βλ. τα σχόλια εδώ.
Επίσης και ξεψώλι.
@ khan - Δεν είναι βάσει σχεδίου, σε διαβεβαιώ. Απλώς, τους τελευταίους δυο-τρεις μήνες λόγω διακοπών αρχικά και φόρτου δουλειάς μετά είχα μείνει και 50 σελίδες πίσω και τώρα διαβάζω τα λήμματα που έχασα σιγά-σιγά.
Νομίζω ότι το πιο κοντινό στα τούρκικα είναι η λέξη nankör που σημαίνει αχάριστος. Ψάχνοντας στο νέτι βρίσκω σε ποντιακό γλωσσάρι ακριβώς ναμκιόρης = αγνώμονας, αχάριστος. Επίσης, σε γλωσσάρι του Τσιφόρου στο translatum.gr βρίσκω ναμικιόρης = αχάριστος. Βέβαια, όπως και ο bubis και ο Hodjas κι εγώ για τζαναμπέτης, πεισματάρης το ήξερα. Αλλά η αρχική σημασία φαίνεται να είναι αχάριστος.
@electron - είναι αυτό που έψαχνες από Λούκυ Λουκ;
Όπου σε πλήρη ανάπτυξη, КУТВ = Коммунистический университет трудящихся Востока = Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Εργατών της Ανατολής
Ο Τριανταφυλλίδης δίνει την προέλευση της λέξης κλάκα από το γαλλικό claque το οποίο είναι από το ρήμα claquer = χειροκροτώ, και είναι ηχοποίητο.
Μήπως είναι από τη λέξη κόνδυλος = σαρκώδης διόγκωση ρίζας η βλαστού (κατά ΛΚΝ); Διότι, ακριβώς όταν το παθαίνεις νιώθεις ένα φούσκωμα στο λαιμό;
Πάντα νόμιζα ότι τα κοψίδια αναφέρονται στα κομμάτια που κόβονται από τη σούβλα καθώς ακόμα γυρίζει - κομμάτια από αμνοερίφια, κοκορέτσια, κοντοσούβλια κ.ο.κ. Βεβαίως, η χρήση της λέξης έχει επεκταθεί και καλύπτει πλέον πολλά ψητά κρεατικά - π.χ. παϊδάκια, παντσέτες κλπ. Αλλά, λέω εγώ τώρα, μαγαζί που δεν βάζει σούβλα δεν νοείται κοψιδάδικο.
Ανέβασα μερικές διευκρινιστικές εικόνες.
Και λέγατε βάζουμε ποδαράκι και όχι βάζουμε πόδι;
Κάπου σχετικό είναι και αυτό: κουτσομπόλα.
Υπάρχει και το λήμμα της πουτάνας το μαγκάλι. Αυτό για τις πουτάνες που ζέσταιναν τα μπούτια τους στο μαγκάλι θυμάμαι αμυδρά να το λέει κι ο Πετρόπουλος, μάλλον στο βιβλίο «Το Μπουρδέλο» (εκδ. Νεφέλη, 1980) εκεί που μιλάει για τη Μπάρα στη Θεσσαλονίκη - δεν τόχω πρόχειρο να τσεκάρω. Μου φαίνεται δε και ότι λέει πως τα μπούτια τους από τη μέσα μεριά κάπως σκούραιναν με τον καιρό. Που σημαίνει ότι πρέπει να τόχαν το μαγκάλι αρκετά κοντά - υπήρχαν και μικρά, χαμηλά μαγκάλια.
Ψάχνοντας τώρα μπας και βρω «Το Μπουρδέλο» ονλάιν, βλέπω ότι ο Πετρόπουλος έχει γράψει και «Το Ταντούρι και το Μαγκάλι» (εκδ. Νεφέλη, 1994). Ξέρει κανείς τι πραγματεύεται;
Μα δεν είναι υποχρεωτικό να έχεις ταυτότητα; Και για να βγάλεις ταυτότητα, δεν είναι υποχρεωτικό να παίξεις πιάνο;
Χότζα μου, είσαι χείμαρρος!
Τρεις μικρές παρατηρήσεις.
Γνωστό μάλλον αλλά ας σημειώσω ότι ο κασκορσές προέρχεται από το γαλλικό cache-corset , ήγουν αυτό που κρύβει τον κορσέ. Στα γαλλικά αναφέρεται σε γυναικείο ένδυμα αλλά στα ελληνικά είναι πρωτίστως το ανδρικό αμάνικο φανελάκι. Πέρασε αρχικά ως ουδέτερο - το κασκορσέ (και το κασκορσεδάκι). Υπάρχει όμως και ως αρσενικό - ο κασκορσές - μάλλον κατ'αναλογίαν προς τον κορσέ.
Δεν ξέρω πόσο λέγεται κάτω αλλά στη Θεσσαλονίκη, όταν αναφερόμαστε σε άντρες, αυτό το déshabillé που εξαιρετικά περιγράφεις θα το λέγαμε με τον κασκορσέ.
Μου έκανε εντύπωση ότι όλα στον ορισμό αναφέρονται σε χρόνο οδήγησης. Παλαιότερα, βέβαια, σε τσιγάρα μετρούσαμε την απόσταση που έπρεπε να διανύσουμε με τα πόδια. Κυριολεκτικά - και θεωρητικά - ένα τσιγάρο δρόμος ήταν η απόσταση που μπορούσες να διανύσεις με τα πόδια στον χρόνο που θα σου έπαιρνε να καπνίσεις ένα τσιγάρο - 7-10 λεπτά, 500 μέτρα, ας πούμε. Και δυο τσιγάρα δρόμος - 15-20 λεπτά, κάτι παραπάνω από ένα χιλιόμετρο. Η πλάκα της όλης ιστορίας είναι ότι σου έλεγε κάποιος «δυο τσιγάρα δρόμος είναι», αφελώς πίστευες εσύ ότι σε κανένα τεταρτάκι θα έφτανες και τελικώς μια ωρίτσα γεμάτη την ήθελες.
Ναι, αλλά ποιά είναι η προέλευση της έκφρασης;
Για να επανέλθουμε στην έκφραση, την γνωρίζω κι εγώ - επίσης από γιαγιά. Δεν υπονοεί, νομίζω, ότι οι Βούλγαροι είναι βάρβαροι, άξεστοι και τα συναφή αλλά ότι είναι χοντροκέφαλοι, πεισματάρηδες, αγύριστα κεφάλια. Οι ίδιοι, εννοείται, θα έλεγαν ότι είναι ντούροι, ντόμπροι, άνθρωποι με αρχές. Σχετική και η έκφραση «βουλγάρικο κεφάλι» (ή και «βουργάρικο»), ακριβώς το αγύριστο κεφάλι. Νομίζω ότι η σημασία αυτή αναδύεται εν πολλοίς και από τα γραφόμενα του electron.
Ειρήσθω εν παρόδω, με την ίδια σημασία λέγεται και το «αρβανίτικο κεφάλι».
Βλ. σχετικά και το λήμμα τουντς
Βλ. και αγκουσεύομαι. Μορφολογικά είναι κοντά και σημασιολογικά έχουν κοινή την δυσφορία.
Πολύ ενδιαφέρον λήμμα - δεν την ήξερα τη λέξη. Μια μικρή παρατήρηση - η παρμεζάνα, το καμαμπέρ και το μπρι γίνονται αποκλειστικά από αγελαδινό γάλα, όχι κατσικίσιο.
Όντως ενδιαφέρον. Εγώ ήξερα το διμούτσουνη να αναφέρεται μόνο σε πυροβόλο όπλο με δυο κάννες - διμούτσουνη κουμπούρα (δες και φωτό), διμούτσουνη πιστόλα, διμούτσουνη καραμπίνα. Και αυτή την σημασία βρίσκω στις περισσότερες αναφορές ονλάιν.
Στα γαλλικά, mélangé είναι μετοχή αορίστου του ρήματος mélanger, που σημαίνει ακριβώς αναμειγνύω, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από ένα κατά τι παλαιότερο ρήμα mêler - εξ ου και το μελέ